Προσφατα
.

6.1.18

Του Καλλία

του Πάνου Σείκιλου
Στις πλάτες του τελευταίου χωριού αχνοφαίνεται το παλιό πέρασμα. Αλωμένο μαθές από τη φύση και το χρόνο, στέκει αφημένο μα έτοιμο να δείξει το δρόμο σ' όποιον έχει την υπομονή να το διαβεί. Οι άνθρωποι το ξέχασαν για χρόνια. Έτσι 'ναι. Ό,τι σε βάζει να κουράσεις τα ποδάρια, να τρίψεις τα πέλματα, να λιώσεις παπούτσια να το περπατήσεις, το παρατάς και πας απ' τη γύρα. Μα αν κατά το βασίλεμα του ήλιου στρέψεις τη ματιά σου στις πάνω πλαγιές, θα δεις ότι τα αγριοπούλια κάνουν κύκλους προς τις κορφές, σημάδι ότι κάτι τα τραβά εκεί. Σημάδι ότι τα παρατημένα περάσματα δε στέκουν μόνα.

Δε θέλει και ρώτημα. Με χιόνι και με λιοπύρι, τα αδιάβατα μονοπάτια φαίνονται μπρος σου κατά το σούρουπο, μαρτυρώντας το λόγο που υπάρχουν. Κι ανοίγουν το θεόρατο στόμα τους, που είν' όμοιο με το πλάτωμά τους. Και σου μιλούν για ανδρείους που τρέχουν καβάλα σε αστραπές. Τρώγουν απ' τις βαλανιδιές, πίνουν απ' τα ποτάμια. Και που όταν το φεγγάρι γεμίσει, εκείνοι σκεπάζουνται τα πλατανόφυλλα, ήσυχοι πως έκαμαν το καθήκον τους για τη μάνα πατρίδα, στην άλλη τη ζωή. Τότε είναι που η ανάσα του ανδρειωμένου γίνεται άγια πάχνη και σκεπάζει την πλαγιά, κοιμίζοντας ανθρώπους και πλάσματα των βουνών. Αυτή είν' η ανάσα που παίρνει τη σιωπή της ξάστερης νύχτας και την κάνει νανούρισμα...

Το χιόνι είχε κρύψει κάθε ίχνος του δρόμου. Απ' τ' απομεσήμερο δεν είχε σταματήσει. Παχιές, πηχτές νιφάδες ξάπλωναν πάνω σε κάθε γέννημα της γης, σκεπάζοντας ανερώτητα ό,τι άνθρωπος ή φύση φτιάξαν με τα χέρια τους. Μάταια περίμενε στην άκρη ο κουρασμένος χωρικός. Όσο έπαιρνε να βραδιάζει, τόσο δυνάμωνε ο αχός των αέρηδων.

- Ανάθεμά σε για πέρασμα, έχε χάρη!

Το χαλασμένο αυτοκίνητο του γερο-Γιώργη ήταν η αιτία που τον ανάγκασε να διαβεί το μονοπάτι που πάει κατά το χωριό. Τέτοιες μέρες, αν σε προδώσει το μηχάνημα μόνο θυμάσαι και λες "εμπρός πόδια μου" κάμνοντας το σταυρό σου. Μα ποιος δαίμονας και ποιος θεός να βάλει το χέρι του, όταν περάσεις και χάσεις το σταυροδρόμι; Το χιόνι είχε κάνει τη δουλειά του. Χοντροκομμένο κι άγριο, είχε κρύψει ατημέλητα ότι ορατό βρισκόταν εκεί να βοηθήσει τον κουρασμένο διαβάτη. Κάθε ανθρώπινο σημάδι ή δείκτης είχε χαθεί. Όλα έμοιαζαν τελειωμένα. 

- Στο διάολο τέτοιος δρόμος, δεν ματάρχομαι αν ζήσω! 

- Δε σου φταίω 'γω Γιώργη. Το χρόνο και τον καιρό δεν τον κουμπασάρουν περάσματα, μήτε ανθρώποι. Σήκωσε το μέτωπο κακόμοιρε και δες τον που σου γνέφει... 

Το πέρασμα δε λαθεύει όταν μιλά. Ο γέροντας σήκωσε βαριά τη γεμάτη αυλακιές μετώπη του. Μια αστραπή φώτισε τον ορίζοντα. Τρόμαξε. 

- Δεν είναι δυνατόν! Σκέφτηκε.  

Το βαθύ φως του κεραυνού αποκάλυψε τη θεόρατη φιγούρα του ξένου. Στεντόρειος κι αλύγιστος στεκόταν πλάι στο θαμμένο σταυροδρόμι, τείνοντας το χέρι κατά το χιονισμένο κατήφορο που πάει στο χωριό. Ο Γιώργης έκαμε να τον ευχαριστήσει, μα γυρνώντας το κεφάλι έχασε μια για πάντα απ' τα μάτια του τη θεόρατη σκιά. 

Σε κανένα καφενείο, σε κανένα κατάστημα στην αγορά δε γίνηκε πιστευτός ο γερο-Γιώργης. Σαχλαμάρες έλεγαν, ξεκούτιανε έλεγαν, ως και ότι δεν εγκλωβίστηκε ποτέ στη χιονοθύελλα ξεκίνησαν να πιστεύουν. Κι οι ελάχιστοι περίεργοι που έψαξαν να μάθουν, εξάντλησαν τα «ποιός» και τα «γιατί» τους στους ανθρώπους. 

Ξέχασαν οι φαιδροί πάνω στην αμάθειά τους, πως την αλήθεια για τον ήρωα Καλλία, τη λένε οι ράχες και τ' αγριοπούλια. Τη λέει το πλατύ πέρασμα στις πλάτες του χωριού. Πως μετά τη φονική ενέδρα στο δύσβατο τοπίο, εκείνος κι οι 32 σύντροφοί του, Έλληνες, Σοβιετικοί κι Ισραηλίτες, ολάκερη διμοιρία, ορκίστηκαν να δείχνουν το δρόμο κάθε που γεμίζει το φεγγάρι, να μην ξεγελιέται ο διαβάτης όπως τούτοι απ' τα καμώματα του καταραμένου χιονιού. Και έπειτα σκεπάζουνται τα πλατανόφυλλα, ήσυχοι πως έκαμαν το καθήκον τους για τη μάνα πατρίδα, στην άλλη τη ζωή. Τότε είναι που η ανάσα των ανδρειωμένων γίνεται άγια πάχνη και σκεπάζει την πλαγιά, κοιμίζοντας ανθρώπους και πλάσματα των βουνών. Αυτή είν' η ανάσα που παίρνει τη σιωπή της ξάστερης νύχτας και την κάνει νανούρισμα...
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια