Προσφατα
.

2.10.20

Μιχάλης Κατσαρός

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε μέσα από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», το 1929. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύτηκε με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ έγραψε και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά. 
 
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα, χωρίς τελικά να τό κατορθώσει, γιατί τόν βρήκε ο πόλεμος. Έλαβε μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. 
 
Πιάστηκε από συνεργάτες των Γερμανών και βασανίστηκε άγρια στα κολαστήρια της Γκεστάπο και των φυλακών Χατζηκώνστα. Στα «Δεκεμβριανά» (1944) πολέμησε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τα ποιήματά του «Σήμερα έγινα σύντροφος» και «Χιροσίμα». 
 
Μεταπολεμικά για λόγους επιβίωσης έκανε διάφορα επαγγέλματα, πάντοτε προσωρινά. Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε σε έντυπα της περιφέρειας, στο ραδιόφωνο, ταμίας σε κέντρο της Αθήνας και σε άλλες ανάλογες εργασίες, προσπαθώντας να μην έχει, εξαρτήσεις, όπως έλεγε. 

Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν 
από ετών 
ποιητής το επάγγελμα στίχων 
κι' ακόμα ποιητής 
ωδών και τραγουδιών. 
Ας πω και για μένα 
όπως ρήτωρ για την Μαρία 
από άμβωνα κρητικόν. 
Όχι ποιος είμαι και τι ζητώ 
αλλά τι κάνω μία μέρα. 
 
Πιστέψατέ με ξυπνώ 
σε σεντόνια όπου τα υφαίναν 
ειδικώς για ηδονή 
και πλένω το πρόσωπό μου. 
 
Μετά περπατώ σε αλλέες 
πάρκα δρόμους καφετηρίες 
μετά μπαίνω σε τρόλεϋ λεωφορεία τραίνα 
και εστιατόρια 
θαυμάζω κότες ψητές 
ίστερ λαμ 
πομ ντε τερ 
βόδια 
αρνιά 
αρακά 
κατάλογοι μαγειρείων ρεστωράν 
και γράφω: 
0 + 0 = 0. 
 Πιστέψατέ με γράφω ποιήματα 
όπως αυτό το βιβλίο και το άλλο 
και πάω στο σινεμά 
βλέπω το έργο 
βλέπω το γήπεδο βλέπω 
τη σκηνή θεάτρου. 
 
Το βράδυ πάντα γράφω επιστολές 
σε φίλους εραστές και γυναίκες 
με χρυσά φύλλα συκής ντροπής 
και αργά τα μεσάνυκτα κοιμάμαι 
τέλειωσε η ημέρα 
έζησα και 
διηγούμαι 
σαν ποιητής και γω για μένα. 
 
Τι να προσθέσω, ότι όλη η μέρα 
είχε από μένα κατέβει 
ότι ο ήλιος έλαμπε και 
ότι έζησα σαν Ντενίσοβιτς μια μέρα; 
 
Αν είναι περίεργη τότε 
φορέστε μια κάπα 
και όλοι, ας κατεβείτε επιτέλους 
να ζήσετε πάλι 
αυτή τη δική μου μέρα 
 
Κατσαρός λέγομαι 
Πιστέψτέ με, δεν θα με συναντήσετε. 
..ήμουνα στο Επιτελείο της Αεροπορίας εδώ στην Πανεπιστημίου και απέναντι ήταν ο Δημήτρης Φωτιάδης που έβγαζε τα "Ελεύθερα Γράμματα" και άξαφνα η μάνα μου, μου λέει: "Πήγαινε στον Δημήτρη Φωτιάδη να του δώσεις ένα ποίημα". Ή μάνα μου τον γνώριζε. Εγώ δεν είχα δημοσιεύσει ως τότε σχεδόν τίποτα, πηγαίνω λοιπόν, του δίνω το "Μπαρμπερίνικο Καράβι" και το βάζει. 
Μετά από 'κει, από το Επιτελείο της Αεροπορίας με διόρισαν επικεφαλής της Αστυνομίας των Αεροπόρων στα Πατήσια. Εκεί στα Πατήσια έγινε η σκευωρία των αεροπόρων, φτάσανε στα δικαστήρια και με έσωσε εμένα από όλα αυτά ένας στρατοδίκης Κούκης ονόματι ο οποίος ήταν συγγενής μου, είχε πάρει δηλαδή την Θέμι Καρατσάμη, ένα κορίτσι που ήτανε συγγενής μου, και με παίρνει από τις Ένοπλες Δυνάμεις και μου λέει, "έλα δω να σε πάω κάπου." 
Με πήγε λοιπόν κάπου κι εκεί λέει "όχι, ο Κατσαρός δεν είναι της σκευωρίας". Τους άλλους τους αεροπόρους τους κλείσαν όλους φυλακή. Τους κατηγόρησαν για σκευωρία, ότι έκλεβαν τάχατες σκεύη από το στρατό... 
Στο βάθος ήταν αυτή η έννοια αλλά τα σκεύη τούς τα έδινα εγώ, ήμουν επικεφαλής στις μπίζνες και τους έδινα κάθε Σαββατόβραδο ένα σάκκο με σκεύη, κονσέρβες, χαρτιά, τσιγάρα από το αγγλικό στράτευμα, τα πάντα. Τα 'στέλνε το αγγλικό επιτελείο κι εγώ τα έδινα στους Έλληνες αεροπόρους. 
 
Στη δικτατορία ήμουνα στην Γερμανία, στο Μόναχο, πήγα εκεί και εξέθεσα ένα άγαλμα πέτρινο. Έμενα σ' ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά που κάνουν τις εκθέσεις και επικεφαλής του ξενοδοχείου ήταν ένας ίδιος με τον Πολυδούρη τον αεροπόρο. Μια γυναίκα Γερμανίδα μού παραπονιότανε με κλάμματα ότι ο γιος της έφυγε στην Αφρική. 
Ήτανε για μένα όλα αυτά για πρώτη φορά... Να σας πω λοιπόν την ιστορία, το βράδυ που είχα έκθεση του αγάλματος, ήρθε ένας άνθρωπος κι έκλεισε τη μεγάλη σάλα μ' ένα διάσημο όνομα Γερμανού ζωγράφου, οπότε πια λέω τι γίνεται εδώ, δεν πάτησε κανένας στη δική μου έκθεση και πηγαίνω λοιπόν απέξω στη Μπαγιέρισε Μπάνκ του Μονάχου σ' έναν τοίχο και κάνω ένα εικόνισμα, έναν κύκλο με ένα μικρό εικόνισμα μέσα και το άφησα εκεί. 
 
...έφυγα από το Μανχάτταν στα Χαυτεία, κοντά στην Αιόλου. Έφυγα γιατί δεν μπορούσα. Ερχόντουσαν μεγάλοι άνθρωποι, συνταξιούχοι και αξιωματικοί και γινόταν ένα πράγμα αλλιώτικο. Μετά, το είδα εγώ αυτό το καφενείο και λέω εδώ είναι καλύτερα... ...εγώ πέρασα τη ζωή μου στα καφενεία, τι άλλο να κάνω; Έρχομαι νωρίς στο καφενείο γιατί πέφτω νωρίς και κοιμάμαι. Η Αθήνα είναι η πόλη που ζω πολλά χρόνια. 
Εγκατέλειψα το Σύνταγμα, εγκατέλειψα την Ομόνοια, εγκατέλειψα της Ομονοίας τα καφενεία και ήρθα τώρα εδώ στην πλατεία Κοτζιά και πίνω τον καφέ μου, είναι πιο καλά, έχει και λιακάδα πολλές φορές. Τώρα όμως έμεινα μόνος, όλοι οι συγγενείς μου χάθηκαν. Επήρα βέβαια την περιουσία του πατέρα μου, πήρα και την περιουσία ενός αδελφού μου κι έχω τώρα ένα σπίτι στο Χαλάνδρι που προσπαθώ να το πουλήσω. 
Είναι μια ωραία βίλλα, εκεί που καθόμουνα με τον Μίκη Θεοδωράκη στην αρχή και μετά μπουκάρανε όλοι λίγο λίγο, συγγενείς, φίλοι, ήρθε κι ο Πολυδούρης κι εκατοίκησε μαζί μας κι εγώ μετά έμεινα βέρτζινος γιατί πήγα σε άλλο σπίτι που είχα παντρευτεί τότε, ναι είχα παντρευτεί. Εκάθησα τότε στο Παλιό Φάληρο, κάθησα στις Τζιτζιφιές και στο Μοσχάτο. 
 
Μιχάλης Κατσαρός (1921-1998) 


Το ποίημα είναι από το βιβλίο του Μιχάλη Κατσαρού αλφαβητάριον , ποιήματα α-ω - εκδ. μνημη, '78  
Τα κείμενα είναι αποσπάσματα από συνέντευξη του Μιχάλη Κατσαρού που δόθηκε στους Λευτέρη Ξανθόπουλο και Γιώργο Κακουλίδη, στις 28 Απριλίου 1998.

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια