Προσφατα
.

24.10.20

Τίτος Βανδής

Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στην Καβάλα, απ' όπου και η καταγωγή των γονιών του. 
Είχε τέσσερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος. Σε ηλικία πέντε χρονών έπαθε ελονοσία και γι' αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία. 
Πήγε σχολείο στη Λωζάνη. Τέσσερα χρόνια αργότερα γύρισαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Γαλλικό Λύκειο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. 
Το 1964 έφυγε για τις ΗΠΑ όπου συνέχισε την καριέρα του σαν ηθοποιός. Επέστρεψε, προσωρινά, στην Ελλάδα το 1979 και οριστικά το 1983. 
 
Ο Τίτος Βανδής περιγράφει την «ρομαντική» πλευρά της σκληρής περιόδου της Κατοχής
 
Ο χαρακτηρισμός ρομαντική εποχή για τη γερμανική Κατοχή ακούγεται σαν τρέλα αλλά η ανθρώπινη πλευρά που ξεπήδησε από την αγριότητα της Κατοχής με κράτησε αισιόδοξο και με πίστη στον άνθρωπο και στο μέλλον του για το υπόλοιπο της ζωής μου. Κι αυτό το υπόλοιπο δεν είναι ευκαταφρόνητο εξήντα χρόνια. 
Οι εκτελέσεις, η πείνα, τα βασανιστήρια, η κάθε είδους τρομοκρατία που έσπερναν οι Γερμανοί είχαν ενώσει τον Ελληνικό λαό μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε με θαύμα. (…) 
Έβλεπες τους ανθρώπους στο δρόμο σου σαν να ‘βλεπες τους παιδικούς σου φίλους στην ίδια αυλή. Προσπερνούσες έναν άγνωστο κι έπιανες βουβή κουβέντα μαζί του. Άραγε να ‘φαγε; Ζουν οι δικοί του; Έχει αρρώστους στο σπίτι; Δουλεύει; Κλέβει για να ζήσει; 
Και τελικά κατέληγες ότι είναι κι αυτός σαν και σένα. Δηλαδή καλός μέχρι τελειότητας! Χαμογελούσες και τραβούσες το δρόμο σου ευτυχισμένος, ως την επόμενη γωνιά που εμφανιζόταν μπροστά σου μια γερμανική περίπολος κι η καρδιά σου άρχιζε να χτυπά πάλι και το μυαλό σου να σου δίνει συμβουλές για το προς ποια κατεύθυνση να το βάλεις στα πόδια αν χρειαστεί. 
Κι αν ήταν μόνο Γερμανοί στην περίπολο δεν υπήρχε τόσος φόβος, αλλά αν είχαν μαζί τους και «Έλληνες» συνεργάτες τότε έπρεπε να ‘σαι προετοιμασμένος για κάθε τι. 
 
Ο Τίτος Βανδής συμμετείχε στη διαδήλωση που διοργάνωσε το ΕΑΜ το Δεκέμβρη του 1944, που σήμανε την έναρξη των Δεκεμβριανών και την απαρχή της προετοιμασίας του εμφύλιου πολέμου: 
 
Στις 3 Δεκεμβρίου έγινε το συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος ενάντια στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ που ζήτησε με διαταγή του ο Σκόμπι. Συγκέντρωση ειρηνόφιλη και υπερνόμιμη. (Είχαμε ζητήσει και μας παραχωρήθηκε άδεια που δεν απαιτούσε ο νόμος). 
Ξαφνικά ύστερα από λίγη ώρα, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης στην πλατεία Συντάγμάτος κι ενώ ο κόσμος άκουγε τους ομιλητές, χειροκροτούσε και φώναζε συνθήματα, χωροφύλακες και παρακρατικοί δολοφόνοι, οχυρωμένοι πίσω από τα βρετανικά τανκς, τα παρατεταγμένα μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, άρχισαν να πυροβολούν ομαδικά στο ειρηνικά συγκεντρωμένο πλήθος. Αποτέλεσμα: Γύρω στους 30 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Όμως εκείνη η εκτέλεση, γιατί για εκτέλεση επρόκειτο, βίασε το μυαλό μου με τόσες σκέψεις που οι νεκροί, μ’ όλο που βοήθησα στη μεταφορά τους στο πεζοδρόμιο της οδού Αμαλίας (να τους προφυλάξουμε από τι τάχα;) σχεδόν δεν υπήρχαν στις σκέψεις μου. Κουβαλούσα το νεκρό δεν ένιωθα τον άνθρωπο. 
Ήταν σαν να κουβαλούσα τα νεκρά όνειρα ενός λαού. Το ξάφνιασμα κράτησε όσο κράτησε ο ήχος της ομοβροντίας. Κινιόμουνα μαζί μ’ όλο τον κόσμο. Έκανα ό,τι κάνουν όλοι. Όμως μετά την παγωμάρα της πρώτης στιγμής ο κόσμος φώναζε και καταριόταν. Εγώ δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Έβλεπα τους νεκρούς και τους τραυματισμένους μπροστά μου, τους άγγιζα, βοηθούσα, αλλά όλα γίνονταν σαν να μην είχα επίγνωση του τι γινόταν γύρω μου. 
Όλα γίνονταν μηχανικά, το κορμί μου και το μυαλό μου είχαν μουδιάσει και μόνο μια σκέψη, μια εικόνα είχε ακινητοποιηθεί μπροστά μου. Προδοσία! 
 
Ο Τίτος Βανδής θυμάται μια περιοδεία με το θίασο της κ. Κατερίνας την περίοδο 1946-47 
 
Δε θυμάμαι την τιμή του εισιτηρίου εκείνης της εποχής, αλλά ξέρω ότι με τα λεφτά που έπαιρνα μπορούσα να πληρώσω δυο μερίδες λαδερά, όσπρια ή μακαρόνια. Τα όσπρια με ψωμί και κρεμμύδι ήταν τα πιο χορταστικά κι αυτά έτρωγα κάθε μέρα. 
Πολλές φορές κολάτσιζα με ελιές και σκόρδο που τραβάει ψωμί. Κι αυτό το κάναν κι άλλοι συνάδελφοι κι έτσι η Κατερίνα που μισούσε το σκόρδο μαρτυρούσε, αλλά αντί να μας νοιάζει μάλλον το διασκεδάζαμε. Αυτή έτρωγε κάθε μέρα τη μπριζόλα της. Ας μας έδινε και μας καμιά δεκάρα. 
Χρόνια θησαύριζε από τη δουλειά μας και αποταμίευε. Κάποτε νευρίασε τόσο πολύ που ξέσπασε και σχεδόν με λυγμούς από την αγανάχτησή της μας φώναξε: -Οι άνθρωποι δεν έρχονται στο θέατρο όχι γιατί φοβούνται το Στρατιωτικό Νόμο, αλλά γιατί δεν αντέχουν το σκόρδο σας. Όμως και πάλι δεν μας έδωσε δεκάρα. 
Το μόνο που μας πλήρωσε -και τα κράτησε βέβαια αργότερα- ήταν το ξενοδοχείο γιατί έπρεπε να πάει στις επόμενες πόλεις όπου είχε υπογράψει συμβόλαια με τους θεατρώνες. 
 
Στη μνήμη δεν μένουν μόνο οι πετυχημένες παραστάσεις, αλλά και οι αποτυχημένες. 
 
Μια τέτοια αποτυχημένη παράσταση, στην οποία συμμετείχε ο Τίτος Βανδής το 1949, ήταν το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» που ανέβηκε από το θίασο της κ. Κατερίνας. 
Το έργο παίχτηκε μόνο για 6 παραστάσεις. Εκείνο όμως που έφερε την καταστροφή ήταν οι κομπάρσοι που ήρθαν στις τελευταίες πρόβες και έκαναν με το σκηνικό στημένο μόνο μια πρόβα. Ακόμα μια ευκαιρία για τον Καραντινό να ζητήσει αναβολή ή να παραιτηθεί. Δεν το έκανε. 
Έγινε λοιπόν η παράσταση. Μπλεχτήκαν οι στρατοί του Αντώνιου και του Οκτάβιου. Βγαίναν και οι δυο απ’ αριστερά ή από δεξιά και δεν ξέρω αν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Για μια στιγμή βγάζω το σπαθί μου τρέχοντας και φωνάζοντας «Χτυπάτε τους». 
Γυρίζω να δω και βλέπω να με ακολουθεί ο στρατός του Αντώνιου κι όχι ο δικός μου. Αλλά εκείνος που έκλεψε την παράσταση ήταν ο Βάχλας, που υποτίθεται πως σκοτώνεται και πέφτει. 
Κάποιος κομπάρσος που έτρεχε δίπλα του, τον έσπρωξε κι ο Βάχλας έπεσε χάνοντας τον έλεγχο και σηκώθηκε η χλαμύδα και το χιτώνιό του. Δυστυχώς το σώβρακό του ήταν φαρδύ. Βγήκαν όλα στη φόρα και έμειναν σε κοινή θέα ώσπου να κλείσει η αυλαία. «Να ένας πολεμιστής με αρ…» φώναξε κάποιος από την πλατεία κι αυτό έβγαλε την παράσταση νοκ-άουτ. 
 
ΤΙΤΟΣ ΒΑΝΔΗΣ «ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ» Εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ 

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια