Προσφατα
.

10.9.20

Ο άνθρωπος που δεν ξεκουραζόταν ποτέ

Ο άνθρωπος που δεν ξεκουραζόταν ποτέ, τα περιβόλια και 18 βυσσινιές να… βρίσκονται 
Στον πατέρα μου 
(αφήγημα της Άννας Ρόδη) 
 
«Γεράσαμε, μας έφαγε η δουλειά και τίποτα δεν κερδίσαμε»[1]
 
Ο πατέρας έφυγε νωρίς εκείνο το καλοκαίρι. Βρήκε καλό μπάρκο και δεν θέλησε να το χάσει. Τα γκαζάδικα δεν ήταν παίξε – γέλασε, τον περίμενε κι εκεί σκληρή δουλειά, να ψήνεται στις κουζίνες τους[2] και να κοιμάται στον προθάλαμο του ψυγείου, αναζητώντας λίγη δροσιά στην ανελέητη ζέστη της Σαουδικής Αραβίας[3]. 
 
Φέτος ήταν ένα… καλό καλοκαίρι κι εκείνος όπως πάντα δυνατός, δραστήριος, εργατικός. Από το προηγούμενο πλοίο είχε ξεμπαρκάρει την άνοιξη και οι αγροτικές δουλειές είχαν προχωρήσει καλά. Η τεράστια ρόδα του πηγαδιού με τους μεταλλικούς κουβάδες δεν σταματούσε να γυρίζει και να δροσίζει τα αχόρταγα περιβόλια, που ποτίζονταν όχι μόνο από το κρυστάλλινο νερό του αλλά και από τον ιδρώτα, που έρεε ποτάμι από την κάψα του ήλιου και τον σκληρό μόχθο του ίδιου και των ανθρώπων του. 
Πίσω από τους στάβλους έβοσκαν μακάρια δύο ήμερες λευκές φοράδες και ένα ατίθασο μαύρο άλογο, ενώ πιο πέρα μια γαϊδουρίτσα, η Πιτσίκα, κι ένα τζαναμπέτικο μουλάρι επιδίδονταν στην ίδια απολαυστική ασχολία. Η μια λευκή φοράδα και το μουλάρι την περίοδο αυτή έδειχναν πιο κουρασμένα και λιγότερο ζωηρά από τα υπόλοιπα, γιατί είχαν αναλάβει εκ περιτροπής την ασταμάτητη διαδικασία του γυρίσματος του μαγκανοπήγαδου σχεδόν μέρα – νύχτα με σκοπό να είναι πάντα γεμάτη η στέρνα και να μη σταματά για κανέναν λόγο το πότισμα. 
Η εκκλησούλα μας, η Παναγία Ελεούσα (η Σισίκα όπως την έλεγαν χαϊδευτικά οι Ρόδηδες), συμπαραστεκόταν με συγκαταβατική αυστηρότητα και τις ευλογίες της σε ανθρώπους και ζωντανά. 
 
Και κάπως έτσι άρχισαν να βγαίνουν οι καρποί και να συγκεντρώνεται η σοδειά. Το πατατοχώραφο πλημμύρισε με χρυσές πατάτες, παραδίπλα επικρατούσε μέσα σε πράσινες πινελιές άλλο χρώμα, το κόκκινο της φωτιάς από τις αμέτρητες πεντανόστιμες ντομάτες και τα κ(π)ομοντόρια[4] με την κρουστή σάρκα και πιο πέρα απλωνόταν το σκιερό δάσος με τις ψιλόλιγνες κορμοστασιές των αμπελοφάσολων, των νοστιμότερων φασολιών του κόσμου! 
Δεν έλειπαν όμως και τα άλλα φασόλια, οι μελιτζάνες, τα κολοκύθια, που τότε είχαν γεύση, τα αγγούρια και τα ξυλάγγουρα. Τα πάντα έσφυζαν από ζωή και δημιουργία. 
 
Ανάμεσα στα περιβόλια και σε άλλα σημεία του χτήματος υπήρχαν και διάφορα καλοκαιρινά φρουτόδεντρα. Οι βερικοκιές και κυρίως η μεγάλη κοντά στο ποτάμι «στολίστηκαν» με τα πορτοκαλί τους κοσμήματα («και το κουκούτσι αμύγδαλο») και φάνηκαν στον κόσμο σαν τις λαμπρές βασίλισσες του παραμυθιού, ενώ οι χαμηλές βανίλιες, πιο… σεμνές και ταπεινές φανέρωσαν κι εκείνες τους ρουμπινόχρωμους καρπούς τους. Τα βερίκοκα δεν τα πουλούσαμε, γιατί ήταν λίγα και αγαπημένα από την οικογένεια. Τα περισσότερα τα τρώγαμε, κάποια τα δίναμε σε συγγενείς και φίλους, μια ποσότητα γινόταν μαρμελάδα και οπωσδήποτε κάμποσα τα δίναμε στην θεία την Κατινούλα[5], που έφτιαχνε το καλύτερο γλυκό βερίκοκο Πειραιώς Αθηνών και περιχώρων. Στην καρδιά του καθενός σιροπιασμένου φρούτου έβαζε και αμύγδαλα. Τι αμβροσία ήταν αυτή! 
 
Οι συκιές πάλι ετοίμαζαν κι εκείνες σιγά – σιγά τα μελένια πουγκάκια τους μα εκείνη η μία και μοναδική βασιλικιά με τα μελιτζανί σύκα της, που άρεσαν τόσο πολύ στη νονά μου την Κική[6] και πάντα της φυλάγαμε μερικά, ήταν πραγματικά ασυναγώνιστη. Το αμπέλι, οι ελιές και οι αμυγδάλες με αφράτο (αγάλικο) ή σκληρόφλουδο καρπό και η μεγάλη καρυδιά (που μετά από λίγα χρόνια κόπηκε και από τα ξύλα της φτιάχτηκε το πρώτο μου έπιπλο – γραφείο[7]) σιωπούσαν ακόμη αινιγματικά, γιατί θα μας «μιλούσαν» για την προκοπή τους και θα μας πρόσφεραν τα πολύτιμα δώρα τους αργότερα. 
 
Ο παππούς, ο Γιώργης, με περίμενε συνήθως καθισμένος στη μεγάλη κοτρώνα κάτω από την ελιά και μου έκοβε ζουμερά κιτρινοπράσινα τζάνερα από ένα μεγάλο δέντρο, που αργότερα το ξερίζωσαν, γιατί οι ρίζες του είχαν πάει τόσο βαθιά που θα βούλιαζαν το πηγάδι. Από τότε δεν ξανάφαγα τέτοια φρούτα ούτε κανείς από τους γύρω μου φαίνεται να τα γνωρίζει. Η γιαγιά έκανε δουλειές και περίμενε να με κεράσει γλυκό βύσσινο από τον καρπό της περασμένης χρονιάς και να με ξεδιψάσει με δροσερό νεράκι από την αιγινήτικη στάμνα της με το κουκουνάρι για πώμα. 
 
Τίποτα δεν έλειπε από κείνο το κτήμα και τίποτε δεν έμενε αφρόντιστο. Εκείνο μάλιστα που θα θυμάμαι πάντα είναι ένα μικρό ποταμάκι που το σκίαζαν κάτι ψηλά (έτσι μου φαίνονταν τουλάχιστον) καταπράσινα δέντρα με μαυροκόκκινους γυαλιστερούς καρπούς σαν κεράσια. Όταν περνούσε κανείς απ’ αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση να μη βραχούν τα πόδια του με σχεδόν παγωμένο νερό κι ας ήταν κατακαλόκαιρο και τα δέντρα του ήταν 18 πανέμορφες βυσσινιές, που γέμιζαν ένα σωρό τελάρα με βύσσινα. 
 
Το καταμεσήμερο ο πατέρας μετά τη δουλειά στο χωράφι φορτωνόταν με τσάντες και καλάθια, έπαιρνε το λεωφορείο από τον Κοντό και κατέβαινε στο σπίτι μας στην Αίγινα μοιράζοντας σχεδόν τα μισά πράγματα ή και ακόμη παραπάνω σε οδηγούς, εισπράκτορες, φίλους αλλά και τους θείους μου, που βρίσκονταν στον δρόμο του. 
 
Κάθε δύο μέρες ερχόταν στο σπίτι της Αίγινας μια πράσινη μοτοσικλέτα με την καρότσα της γεμάτη ζαρζαβατικά και η βεράντα του δρόμου γινόταν σκέτο μανάβικο, ενώ οι πατάτες μεταφέρονταν στο υπόγειο, γιατί εκεί υπήρχε σκιά και δροσιά. Οι νοικοκυρές της γειτονιάς κατέφθαναν, για να ψωνίσουν και η μπαλάντζα ζύγιζε ασταμάτητα. 
Τότε στηνόταν πανηγύρι αληθινό με φωνές, αστεία, πειράγματα και… κουτσομπολιά. Στις πωλήσεις συμμετείχαν μάνα και πατέρας, όπως και στην καλλιέργεια των φιστικιών, που βρίσκονται μπροστά στο σπίτι μας. Είναι ν’ απορεί κανείς πώς τα κατάφερναν αυτοί οι άνθρωποι κι έκαναν τόσα πράγματα μαζεμένα! 
 
Ένα τέτοιο απόγευμα ερχομού της πράσινης μοτοσυκλέτας τα ζαρζαβατικά ξαφνικά φαίνεται πώς έχασαν έστω και για λίγο την… αίγλη και την πρωτοκαθεδρία τους και η βεράντα χρωματίστηκε βυσσινί (να φανταστεί κανείς ότι πολλά βύσσινα είχαν πάει ήδη στον μανάβη). Για πότε το έμαθαν οι γειτόνισσες από τον Μεριστό ως τη Βάρδια και από τον Ασώματο μέχρι κάτω στην πόλη, δεν ξέρω αλλά έρχονταν μια – μια ή πολλές μαζί και ρίχνονταν με μανία να τα εξαφανίσουν. 
Έβλεπα τα χέρια τους να τα χουφτιάζουν σαν να είχαν μοτεράκι σε αντίθεση με τα περιβολιστικά που, αν και ήταν εκλεκτά, κάποιες συνήθισαν να τα μαλάζουν και να τα διαλέγουν τόσο εξονυχιστικά που μας εκνεύριζαν. Πόσο λυπήθηκα, όταν τα βύσσινα εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα ως δια μαγείας κι έχασα από τα μάτια μου το απίστευτο χρώμα τους! 
 
Τώρα γιατί έκαναν έτσι τότε οι γυναίκες για τα βύσσινα δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Σχεδόν κάθε νοικοκυρά (εξαιρούνται οι… ακαμάτρες και τις ανεπρόκοπες) έπρεπε να φτιάξει το κονιακοβύσσινο και το γλυκό του κουταλιού της χρονιάς για την οικογένεια και τους επισκέπτες. Έτσι γρήγορα βρήκα που είχαν… κρυφτεί τα βύσσινά μου. 
Άλλα απ’ αυτά ήταν στις ταράτσες των σπιτιών της γειτονιάς και του δικού μου μέσα σε μεγάλα γυάλινα μπουκάλια με στόμιο σκεπασμένο με τούλι «ποτισμένα» με ζάχαρη και κονιάκ, αφημένα στον ήλιο για μέρες, για να γίνει το περίφημο λικέρ κονιακοβύσσινο και άλλα μέσα στα σπίτια σε μεγάλες γυάλες με σιρόπι που έκλειναν μέσα τους τόση γλύκα, αγάπη και τρυφερότητα!!! Ακόμη έχω στο στόμα μου τη γεύση του γλυκού βύσσινου της γιαγιάς της Άννας στον Κοντό αλλά πιο πολύ της γερόντισσας Μαρίας Καλαμάκη, της γειτόνισσας που με συντρόφευε μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια. 
 
Εκείνο όμως ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που… κολυμπήσαμε στα βύσσινα. Κάποιος είχε την ιδέα να αλλάξουν τη ροή στο μικρό ποταμάκι του Κοντού, για να πηγαίνει το νερό κατευθείαν στα περιβόλια και όλοι συμφώνησαν και την άλλαξαν. Το νερό τότε άρχισε να φεύγει με ορμή προς τα περιβόλια και να «κοντοστέκεται» για πολύ λίγο στις ρίζες των δέντρων. 
Στην αρχή εκείνα από κεκτημένη ταχύτητα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε σταγόνα του, σιγά – σιγά όμως μαράζωναν και στο τέλος εγκατέλειψαν την προσπάθεια μέχρι που ξεράθηκαν εντελώς. 
 
Όσο για τον άνθρωπο που δεν ξεκουραζόταν ποτέ, πέρασε ακόμη πολλά καλοκαίρια μεταξύ ξηράς – αγροτικής ζωής και θάλασσας – θαλασσινής ζωής, προσπαθώντας να τα συνδυάζει και να τα προλαβαίνει όλα για το καλό της οικογένειάς του μέχρι που οι… ρίζες του δεν έβρισκαν πια ούτε στάλα νερό, για να τον δροσίσει. Έτσι έφυγε κι εκείνος, για να ξεκουραστεί και να γαληνέψει από τον ατελείωτο αγώνα και την υπερπροσπάθεια… σαν τις βυσσινιές του. 
 
[1] Αυτό ακριβώς μου είπε ο πατέρας μου Παναγιώτης Ρόδης λίγες μέρες πριν πεθάνει και έσπευσα να το σημειώσω, για να μην το ξεχάσω. 
[2] Ήταν μάγειρος. 
[3] Στα γκαζάδικα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν air-condition. 
[4] Εμείς όλοι τα λέγαμε τότε κομοντόρια αλλά το σωστό είναι πομοντόρια. 
[5] Η θεία Κατίνα Ακριτίδου, σύζυγος Ιωάννη, ήταν πρώτη εξαδέλφη της μητέρας μου Ελένης Ρόδη το γένος Πρωτονοταρίου από το σόι της μητέρας της Ζαφειρίας. Και εκείνη και ο σύζυγος της απεβίωσαν πριν από μερικά χρόνια και ήταν πολυαγαπημένοι μου θείοι. 
[6] Πρόκειται για την Κική Σαραντάκου, το γένος Πρωτονοταρίου, πρώτη εξαδέλφη της μητέρας μου από το σόι του πατέρα της Δημητρίου, πολυαγαπημένη θεία και νονά μου. 
[7] Θυμάμαι ότι τα ξύλα της συγκεκριμένης καρυδιάς δόθηκαν στον επιπλοποιό Μπάμπη (Χαράλαμπο) Τζανέτογλου (στα τελευταία του χρόνια είχε… λάβει το παρατσούκλι Σερίφης), που διατηρούσε το επιπλοποιείο του στην οδό Αφαίας -35- απέναντι και διαγωνίως του φούρνου «Αφαία» (Καρανάτση), εκεί που σήμερα λειτουργεί πρακτορείο του ΟΠΑΠ. 
Μετά από λίγο καιρό παρέλαβα το γραφείο μου με μεγάλη χαρά και χωρίς καμιά τύψη για το ζωντανό δέντρο που θανατώθηκε χωρίς ουσιαστικό λόγο. 
 
Αίγινα, Ιούλιος 2020
 
Η Άννα Ρόδη γεννήθηκε το 1966, είναι δασκάλα και ζει με την οικογένειά της στην Αίγινα. Αρθρογραφεί εδώ και χρόνια σε περιοδικά όπως η Εκπαιδευτική Κοινότητα, τα Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, η Αιγιναία, στο διαδίκτυο και αλλού. Τα θέματα που την απασχολούν αφορούν κυρίως την εκπαίδευση, την ιστορία της εκπαίδευσης, την τοπική ιστορία και λαογραφία του νησιού της, κτλ.
 
 

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια