Προσφατα
.

29.11.20

Χρήστος Χρηστοβασίλης




Ο Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο χωριό Μικρό Σουλόπουλο Ιωαννίνων στον ποταμό Καλαμά, κοντά στα Ιωάννινα, όταν η περιοχή ήταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή. 
Ως έφηβος έφυγε από το σχολείο για να συμμετάσχει στην Ηπειρώτικη Επανάσταση του 1878 και εντάχθηκε σε αντάρτικα σώματα στην περιοχή των Αγίων Σαράντα. 
Οι οθωμανικές αρχές τον συνέλαβαν δύο φορές και τον καταδίκασαν σε θάνατο, όμως κατάφερε και δραπέτευσε προς την απελευθερωμένη Ελλάδα. Το 1885 βρίσκεται στην Αθήνα, όπου και σπούδασε, συνέλεξε υλικό και εξέδωσε μεγάλο αριθμό έργων σχετικά με την ελληνική ιστορία. Τον Δεκέμβριο του 1889 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Ακρόπολις για το έργο του Διηγήματα της Στάνης. 
Με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου εντάχθηκε στην Ελλάδα, δραστηριοποιήθηκε στα Ιωάννινα όπου και εξέδιδε την εφημερίδα Ελευθερία, ενώ το 1936 το πολιτισμικό περιοδικό Ηπειρωτικά Φύλλα. Ο Χρηστοβασίλης εκλέχθηκε δύο φορές βουλευτής Ιωαννίνων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. 
Το έργο του Χρήστου Χρηστοβασίλη εμπνέονταν από την καθημερινότητα των παραδοσιακών και αγροτικών πληθυσμών της Ηπείρου, ενώ υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της βουκολικής λογοτεχνίας εκείνης της εποχής. Έγραφε μόνο σε δημοτική γλώσσα, την οποία αποκαλούσε "Κοινή του μέλλοντος". 
Ολόκληρη η εργογραφία του Χρηστοβασίλη διακατέχονταν από πατριωτικό αίσθημα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. 
 
Το πρώτο φίλημα της Μούσας μου 
Τ' Αγνάντια του χωριού μου ήταν το μαγευτικώτερο, τ' ωραιότερο μέρος όλων των Κουρεντοχωριών βρίσκεται στην περιοχή εκείνου του ορίζοντα, που ύμνησε ο Βύρωνας, από εκείνην εκεί απάνω τη ράχη του Προφήτ'-Ήλία της Ζίτσας, κι' είναι τόσο θαυμαστό, ώστε όταν ήμουν τριάντα τόσα χρόνια μακρυά από την πατρίδα μου κι αναθυμούμουν το χωριό μου με τα λίγα του σπιτάκια και κείνον τον στρόγγυλον ορίζοντά του, που τον φράζουν απ' όλες τες μεριές τα βουνά, στεκόμενα γύρα -γύρα, σαν αθάνατοι γίγαντες με τα πόδια τους ριζωμένα βαθιά στη γη και τα κεφάλια τους στον ουρανό, σαν να τον βαστούν, για να μην πέση, ήταν αδύνατο να μην πεταχτή ο νους μου να θρονιαστή στ' Αγνάντια! 
 
[....] Θα ήταν τέλη Απριλίου ή αρχές Μαγιού. Ο δάσκαλός μας ο Παπ' Αντριάς — Θεός σχωρέσ' τον — μας πήγε από το νάρθηκα της εκκλησιάς που είχαμε τη γενική συνάθροιση κάθε μέρα, στην άκρα του ραχοκέφαλου, όπου είναι τ' Αγνάντια, και μας κάθισε εκεί στη γραμμή σταυροπόδι, κάτω από τον παχύν ήσκιο, για ν' αρχίσωμε το «διάβασμα» δηλαδή τη μελέτη. 
 
Ήταν πλούσιο εκείνη τη χρονιά το σκολειό μας από παιδιά. Από πέντε παιδιά, που 'χε την προηγούμενη χρονιά, είχε τότε δώδεκα. Τέσσερες ήμασταν στο ψαλτήρι, τέσσερες στ' Οχτωήχι, οχτώ• δυο στα πινακίδια, δέκα• και δυο στές κοκκαλένιες πλάτες, δώδεκα• κι ο δάσκαλός μας, ο Παπ'-Αντριάς, δεκατρείς. Δηλαδή ο Χριστός και οι δώδεκα Αποστόλοι του, όπως έλεγε καμαρώνοντας ο δάσκαλός μας, μην έχοντας βέβαια την παραμικρή συναίστηση για τη βέληλη παρομοίωση πόκανε.Εγώ ήμουν ο παντοτεινός πρωτόσκολος, ως πλιο προοδευμένος και κρατούσα την ευταξία του σκολειού κάθε φορά που έλειπε ο δάσκαλος. 
 
[....] Οι δώδεκα καθόμαστε όλοι σε μια γραμμή. Πρώτος καθόμουν εγώ, ύστερα από μένα οι άλλοι τρεις ψαλτηράδες, ύστερα απ' αυτούς οι τέσσερες οχτωηχάδες, ύστερα απ' αυτούς πάλε οι δυο πινακιδάδες, κα τελευταίοι οι δύο πλατάδες, όπως μας αποκαλούσε ειρωνικά ο δάσκαλός μας. Ο δάσκαλός μας κάθονταν αντίκρυ μας στο κέντρο της γραμμής και τόσο μόνο μακρυά, ώστε να μας φτάνη με τη φτελιόβεργα, που κρατούσε πάντα στο χέρι του ως έμβλημα τού αξίωμά του και της απεριόριστης δύναμής του και την έκανε να θαυματουργάη πολύ συχνά στες πλάτες μας, όταν στεκόμαστε στο διάβασμα ή νυστάζαμε ή μιλούσαμε ή δεν ξέραμε το μάθημά μας και τες πλειότερες φορές, γιατί έτσι το ήθελε, γιατί είχε όρεξη να δείρη! 
 
Αυτό το παράξενο σκολειό, που ήταν πρώτο και τελευταίο σκολειό του χωριού μου, το' χε συστήσει η μάννα μου, όταν έλειπε ο πατέρας μου στην ξενιτειά, μόνο και μόνο για να μάθω εγώ κ' η αδερφή μου γράμματα, και κοντά σ' μας προσκολλήθηκαν κι άλλα παιδιά του χωριού και των περιχώρων, κι έπαψε να υπάρχη, όταν μόκαψε ο δάσκαλός μου ο Παπ'-Αντριάς τη γραμματική, που μου 'χε φέρει κρυφά ο πατέρας μου από τα Γιάννινα. 
 
Όταν λοιπόν καλοκαθήσαμε στη γραμμή περιμένοντας το συνηθισμένο σύνθημα της μελέτης :
— «Ντέτεστε!», φώναξε ο δάσκαλός μας, αφού ξερόβηξε πριν τρεις τέσσερες φορές, κι εμείς αρχίσαμε θριαμβευτικά την ανάγνωση, όσο μπορούσαμε μεγαλόφωνα, και κάναμε ένα δαιμονικό θόρυβο, που βούιζαν όλα τ' Αγνάντια από τες φωνές μας. Φανταστήτε τι πανδαιμόνιο έκαναν δώδεκα δυνατές παιδιακήσιες φωνές σ' όλες τες βαθμίδες της φωνητικής κλίμακας! Ακούονταν ως πέρα στον κάμπο, που δούλευαν οι ζευγίτες, κι ως πέρα στα λιβάδια και στα λόγγα, που βοσκούσαν τα κοπάδια τους και τες αγέλες τους οι πιστικοί και οι βαλμάδες• κι ακούοντας, άλλοι έλεγαν: 
— Χαρά στο δάσκαλο, πόχει τέτοια μαθητούρια! Κι άλλοι: 
— Χαρά στα μαθητούρια πόχουν τέτοιο δάσκαλο! 
 
Η πρώτη ορμή της βροντερής μελέτης, που βγήκε απ' αυτό το πικρό κι άχαρο «ντέτεστε», που δεν μπορεί να μεταφραστή σε καμμιά γλώσσα του κόσμου έτσι χαρακτηριστικά, άρχισε να πέφτη λίγο-λίγο, και πέφτοντας πέφτοντας, σώπασε όλως διόλου. Ο δάσκαλός μας είχε ναρκωθή, άλλο από τες φωνές μας κι άλλο από την γλυκειάν ανοιξιάτικη θαλπωρή, κ' είχε αποκοιμηθή γλυκά με τη φτελιόβεργα στο δεξί του χέρι και με το «Εν τη Ερυθρά Θαλάσση» στο στόμα, κι εμάς μάς είχε πιάσει μια ιερή, σιωπή, μια έκσταση, ένα... (δεν ξέρω πώς να το ειπώ) μπροστά στην ιερή μυσταγωγία και στα κάλλη και στες χάρες της πανώριας άνοιξης και στο μαγικό θέαμα που ξετυλίγονταν μπροστά μας, κάτω μας, δίπλα μας και πέρα από τ' Αγνάντια, και στη μοσκοβολιά των ανθιών και των λουλουδιών και στο κελάιδημα λογής λογιών πουλιών, που μούλωναν ή κρύβονταν μέσα στα κλαδιά των δέντρων που μας ήσκιωναν σαν απέραντος θεϊκός θόλος ναού φυσικού, ή ξεπετούσαν και φουρτουλούσαν γύρα μας. 
 
Τα κοσσύβια, οι σπίνοι, οι γαλιάντρες, οι κορυδαλοί, οι σπουργίτες, και προ πάντων τ' αθάνατα τ' αηδόνια, είχαν στήσει χωριστά κι όλα μαζί μιαν άρρητη μουσική συναυλία, και μες σ' αυτή τη θεσπέσια μουσική, που 'χε ως κορωνίδα της τ' αηδονολαλήματα, ξεχώριζε τ' άνθρωπολάλημα του κούκκου: — «Κούκου! Κούκου! Κούκου!» 
 
Οι αετοί ξεπετούσαν απάν' από τα κράκουρα των μακρυνών βουνών, όπου φώλιαζαν, και πετούσαν αργά-αργά στο γαλανόν αιθέρα και φαίνονταν ως να έπλεαν στο ουράνιο πέλαγο σαν μακρόφαντα καράβια, κι απολούσαν κάποτε μια στριγγιά σουρισματιά, σαν να ήθελαν να σαλαγήσουν τίποτα κοπάδια τους απ' εκεί απάνω. 
 
Αχ! πώς ζήλευε η καρδιά μου τους αϊτούς με το ουράνιο αρμένισμά τους, και πώς καλοτύχιζα όλα τα πουλιά και πλειότερο τ' αηδόνια με τη μαγική τους φωνή, που δεν ήταν καταδικασμένα να διαβάζουν σε κοκκάλες από πλάτες ζώων, πινακίδια, οχτωήχι, ψαλτήρι, κι ό,τι άλλο βιβλίο, και να 'χουν δάσκαλο και μάλιστα με φτελίσια βέργα στο χέρι του, σαν το δικό μας τον Παπ' Αντριά, και να φωνάζη εκείνο το φοβερό και τρομερό: — «Ντέτεστε!» 
 
Αγνάντευα κάτω στο ρίζωμα του βουνού των Αγναντιών να σμίγουν τρία ποτάμια με το μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, κι άκουγα να βουίζουν, να βουίζουν συγκρατούμενα μ' ένα μυστηριώδικο βουητό, σαν να ήταν αγκομάχημα κανενός ετοιμοθάνατου Θεού, σα να ήταν κάποιος υπερκόσμιος θρήνος της γης προς τον ουρανό. 
 
Οι κάμποι και τα λιβάδια ήταν ντυμένα με χίλια-μύρια χρώματα• τα δάση και τα λόγγα μαυρολογούσαν' τα ζευγάρια μόχταγαν μέσα στες ανοιγμένες αυλακιές των χωραφιών με τους ζευγίτες από πίσω τους κρατώντας τη μακρυά τους δικέντρα• τα γίδια και τα πρόβατα, εκείνα μέσα στα λαγκάδια και στα γκρέμια, και τούτα απάνω στες κοντοραχούλες η στες άδεντρες πλαγιές, βοσκούσαν χαρούμενα, τρέχοντας απάνω - κάτω ή πέρα - δώθε, σαν να 'νοιωθαν κι αυτά τες χάρες της λουλουδοφορτωμένης κι ανθοστολισμένης άνοιξης' τα κυπροκούδουνά τους αχολογούσαν όμορφα •όμορφα και γλυκά - γλυκά και χαρούμενα - χαρούμενα• τα σκυλιά γαύγιζαν κάποτε-κάποτε, είτε μαλώνοντας συναμεταξύ τους, είτε ενοχλώντας τους διαβάτες• κ' οι πιστικοί, άλλοι σαλαγούσαν, άλλοι σιούριζαν, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι λαλούσαν τη φλογέρα, άλλοι έβγαζαν τα ζωντανά από τα σπαρμένα χωράφια, κι άλλοι τα συμμάζευαν για τον αρμεγώνα. Και πέρα, πολύ πέρα, στ' ακρούρανα, λαμποκοπούσαν τα κορφοβούνια, σαν διαμαντένια θεώρατα στεφάνια, κι άνοιγαν οι κλεισούρες τα στόματά τους, σαν να ζητούσαν να καταπιούν κανέναν Κόσμο! 
 
Έπλεα, έπλεα σ' αυτό το έξοχο θέαμα, κολυμπούσα σ'αυτή την ονειροφάνταχτη φωτοπλημμύρα, σ' αυτή την αχανή λσυλουδοπλησμονή, σ' αυτή τη μεθυστική μοσκοβολιά των ανθιών και των λουλουδιών, σ' αυτή τη μυστηριώδικη βουή των ποταμών, των πουλιών, των αγελών, των κοπαδιών, των σκυλιών, των ανθρώπων. 
 
Δεν γνωρίζω τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή οι συμμαθητάδες μου, εκείνη την ουράνια στιγμή• αλλ' εγώ αιστάνομουν ένα σεισμό μες στην καρδιά μου, μες στην ψυχή μου, μες το αίμα μου, μες στο κεφάλι μου... 
 
Μόρχονταν να φκιάσω ένα δικό μου τραγούδι και να τονίσω μια δική μου μουσική και να ζωγραφίσω μια δική μου εικόνα, μ' όλα τα χρώματα, μ' όλες τες λάμψες που χύνονταν γύρα μου, και με την φαντασία μου τραγουδούσα αυτό μου το τραγούδι, αυτή μου τη μουσική, ζωγράφιζα αυτή μου την εικόνα. 
 
Κι αυτός μου ο εσωτερικός σεισμός, που αιστάνθηκα για πρώτη φορά ήταν ο πρώτος χαιρετισμός, το πρώτο χρίσμα και το πρώτο φίλημα της Μούσας μου...

 

 

Το φίλημα της Μούσας

αυτοβιογραφικό διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη.

από την Βασική Βιβλιοθήκη - τμ. 19 

Εκδόσεις: Αετός, 1954

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια