Προσφατα
.

27.10.20

Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα. Κι ας είναι όλοι με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.


Ιστορίες – μαρτυρίες 1940-1944
 
Από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου
Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; 
Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια. 
 
Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) 
Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα. 
 
Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει. 
 
Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε; 
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 
 
Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη
18/11/1940 
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα. 
 
19/11/1940 
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: «Τους φάγαμε». Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο). 
 
20//11/1940 
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο. Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο. Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη. Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. 
Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά. 
Τα γράμματα του νεκρού. 
Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του. Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. 
Η μάνα: «Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940». 
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά. 
 
7/1/1941 
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου; 
 
19/1/1941 
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι. Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. 
Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει. -Τι μέρα είναι σήμερα; -Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα. 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ» Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια