Προσφατα
.

21.10.20

Χρόνης Μίσσιος

...τόσος αγώνας, τόσα βάσανα, και πάλι από την αρχή... 
 
Γεννήθηκε στην Καβάλα και δούλεψε ως καπνεργάτης (το επάγγελμα των γονιών του) σε νεαρή ηλικία. 
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δούλεψε ως μικροπωλητής (με κασελάκι) στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. 
Λόγω ανέχειας δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του. 
Το 1944 σε ηλικία 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, έμενε στη Βέροια όπου ήταν σύνδεσμος για τους καταδιωκόμενους ΕΑΜίτες και εντάχθηκε ως στέλεχος στην ΕΠΟΝ. 
Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο ως μέλος του ΔΣΕ πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα). 
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Βασανίστηκε πολλές φορές χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του, για αυτό τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε στην απομόνωση των κρατητηρίων σε άθλιες συνθήκες κράτησης. 
Μετά την αποφυλάκιση του διετέλεσε επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παράνομου ΚΚΕ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. 
Στη δικτατορία φυλακίστηκε (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού). 
Αυτή τη περίοδο της φυλακίσεως του έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973. 

Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;

Όταν για πρώτη φορά σε στέλναν εξορία, σε πήγαιναν και στην επιτροπή, άμα επέμενες. Είχες και δικαίωμα έφεσης, βέβαια, οπότε σάπιζες δεκαπέντε μέρες στο Μεταγωγών αντί να 'σαι στον καθαρό αέρα της εξορίας. Μετά απ' αυτό, δυο μήνες πριν τελειώσει ο χρόνος εκτόπισης, σου 'ρχονταν στον Άι Στράτη το χαρτί με φαρδιές πλατιές υπογραφές των κερχανατζήδων, «επί εν εισέτι έτος»... 

Ε, πήγαινες να πούμε στην επιτροπή, αν έκανες έφεση την πρώτη φορά, σε βλέπανε και σε ρωτούσαν, μετανοείς; Έλεγες, για ποιο πράγμα; -άμα ήθελες, να πούμε, να κάνεις και την πλάκα σου- τι έκανα για να μετανοήσω; 

Ξέρεις εσύ τι έκανες. Ναι, αλλά πρέπει να ξέρετε και σεις για να με στείλετε εξορία. Και η απάντηση: Σαν πολύ τον έξυπνο μας κάνεις -κι έπαιρνες το δρόμο για την επ' αόριστον εξορία. Τι να πεις... Όταν λοιπόν με μπαγλαρώσανε για τον Άι Στράτη, με πήγανε και μένα στην επιτροπή. Δούλευα τότε λουστραδόρος, ήμουνα γραμματέας του σωματείου και δούλευα και στη νεολαία της ΕΔΑ. 

Όπως σου είπα, ήμαστε νόμιμο κόμμα, τρομάρα μας... Με πάνε, που λες, τους κοιτάω, μάτια ψαριού οι ρουφιάνοι, λες και με κοιτάγανε μπακαλιάροι που 'ταν μια βδομάδα στην ψαροκασέλα με τρεις γενιές πάγο... 

Λέω από μέσα μου, Σαλονικιέ, πάλι λα μινόρε μάς ξηγιούνται, και για να μην πάει τζάμπα η παράσταση, τους τραβάω ένα λογύδριο, για το πώς παραβιάζουν το σύνταγμα που αυτοί κατασκεύασαν, για τη Σύμβαση της Ρώμης και τα τέτοια, και κλείνω με κορόνα, πως δεν μπορεί, κάποτε θα έρθει η μέρα της κρίσεως και θα λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό, κι ότι δεν μπορούν μετά τη Νυρεμβέργη, που έκανε παγκόσμια νομολογία, να καλυφθούν πίσω από την υπαλληλική τους ιδιότητα και τα ρέστα... 

Μείνανε οι κουφάλες. Μου λέει ένας τους, φοιτητής είσαι; Λέω όχι, εργάτης. Τι γράμματα ξέρεις; Του λέω, δεν πήγα σκολειό. Του 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Και διαμαρτύρεσαι, μου λέει, γιατί σε στέλνουμε εξορία; Και κει τους ρίχνω τη δεύτερη μπηχτή. Λέω, με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι μόνο οι βλάκες δεν πάνε εξορία... 

Ο νομάρχης, που ήταν φαίνεται και ξύπνιος, πήρε χαμπάρι ότι ο διάλογος, που λένε, τους πάγαινε για χαντάκωμα, οπότε λέει, αρκετά, αρκετά, πάρτε τον... 

* Ένα βράδυ ταξίδευα για τη δουλειά μου, κι άραξα σ' ένα ταβερνάκι για να φάω και να πιω το κρασάκι μου. Δίπλα μου και λίγο προς τα πίσω καθόταν ένας τύπος μοναχικός, μαύρος κι άραχλος, με μια στραβοπατημένη βαλίτσα. 

Ε, μέχρι να 'ρθει η παραγγελία, άνοιξα την Αυγή, την εφημερίδα των «ρεβιζιονιστών», όπως τη λένε, να ρίξω μια ματιά στις ειδήσεις, και τότε μου λέει, χαρά στην εφημερίδα που διαβάζεις... 

Σκέφτηκα στην αρχή μήπως είναι κανένας τραμπούκος που τα ήπιε κι ήθελε μπλεξίματα. Του λέω, γιατί, δε σ' αρέσει; Μου λέει, όχι. Λέω, εσύ τι εφημερίδα διαβάζεις; Μου βγάζει τον Ριζοσπάστη... 

Μη σε ζαλίζω τώρα, αφού μου είπε όλα τα επίθετα που λένε σ' αυτές τις περιπτώσεις, ότι είμαστε «αντισοβιετικοί», «αναθεωρητές», πράκτορες και λοιπά, ήρθε και το φαΐ που παράγγειλα και τον κάλεσα στο τραπέζι μου να τα πούμε από κοντά. 

Του λέω, δε μου λες, τι έδωσες εσύ προσωπικά από τη ζωή σου για την υπεράσπιση των κομμουνιστικών ιδεών; Και τότε άρχισε να με γεμίζει με αλογόμυγες, ότι τάχα έφαγε τη ζωή του στις εξορίες και στις φυλακές. Έλα όμως που εγώ εκεί μεγάλωσα... 

Αφού λοιπόν του απέδειξα ότι έλεγε ψέματα και είπαμε, άντε, στην υγειά μας, και ότι όλ' αυτά είναι αρχίδια μαρινάτα, του λέω, από πού είσαι; Απ' την Καβάλα και μάλιστα απ' τα Ποταμούδια, που έβγαλαν κομμουνιστές και κομμουνιστές. Αλαφιάστηκα. Του λέω, πώς σε λένε; Πικραγγουριά... 

Και τότε τον φασκέλωσα και με τα δυο μου χέρια. Αγκαλιαστήκαμε και παραγγείλαμε κρασί... 

Ξέρεις τι δουλειά έκανε ο Μεγάλος Κομμουνιστής; Πουλούσε εικονίτσες, Παναγίτσες, Αι Δημήτρηδες και τα ρέστα στα χωριά, κι αγόραζε τις χρυσές κορόνες που έβγαζαν οι χήρες απ' τα στόματα των σχωρεμένων... 

Και γω σκεφτόμουνα την «καθαρότητα των γραμμών του κόμματος», τον «εκπρόσωπο της εργατικής τάξης που θα οικοδομήσει τον κομμουνισμό»... 

Καλά μου είπε ο Γκαστόν: Σαλονικιέ, τώρα βγήκαν οι κώλοι και μπαταλιάραν τα μουνιά... Πάρ' το χαμπάρι και μη βασανίζεσαι... 

Kαλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς 
Πέμπτη μέρα της απεργίας, κλειδί στην πόρτα. Ακούω τ' όνομά μου. Λέω, τι συμβαίνει; Μου λένε, έλα στο αρχιφυλακείο. Λέω, δεν έρχομαι. 
Μπαίνουν και τ' άλλα παιδιά στη μέση, δεν τον παίρνετε -φοβόμαστε, βλέπεις, καμιά έκτακτη μεταγωγή. 
 
Φύλακας είναι ένας Κρητικός, θρήσκος άνθρωπος. Όταν δε χρειαζόταν να είναι κακός, ήταν καλό ανθρωπάκι. Έλα, σου λέω, δεν είναι για κακό, ήρθε η μάνα σου από τη Σαλονίκη να σε δει και θέλει ο αρχιφύλακας να ξηγηθεί πρώτα μαζί σου. 
 
Η μάνα μου! Πού να μάζεψε λεφτά η κακομοίρα... Πάντως, για να την αφήσουν να με δει, ή μάλλον για να ζητάνε διαπραγματεύσεις για να τη δω, πρέπει να έχει πάρει άδεια από το υπουργείο. Αλλιώς θα την είχαν στείλει άναυλα, που λένε. Λέω του φύλακα, κλείσε να συνεννοηθούμε και θα σου πω. 
 
Συμφωνήσαμε να τη δω, κι αν μπορέσω να της μιλήσω, να της πω για το τι συμβαίνει στη φυλακή. Γιατί, για να της δώσει άδεια το υπουργείο να μ' επισκεφτεί, σημαίνει πως το υπουργείο δεν ειδοποιήθηκε για την απεργία, κι αυτό έλεγε πολλά. [....] 
 
Ε, πάω, βλέπω τη μάνα μου πίσω απ' τα σίδερα, δυο μάτια γεμάτα λαχτάρα, πόνο και παράπονο, δυο χέρια που τρέμουν από λαχτάρα να μ' αγγίξουν. 
Γεια σου μάνα, 
γιε μου, αγόρι μου... 
 
Σκέφτομαι πόσο την έχω ταλαιπωρήσει. Μια ζωή λαχτάρα. Συλλογιέμαι καμιά φορά πως σ' αυτή την ιστορία τα μετόπισθεν, που λένε, είναι η μεγαλύτερη δυστυχία. Εμείς χτυπιόμασταν για κάποια πολύ μεγάλα πράγματα που μας κέρδισαν, που έτσι κι αλλιώς τα βαφτίσαμε ζωή. Για τα μετόπισθεν όμως, μανάδες, αδερφές, γυναίκες, παιδιά, πολλές φορές αυτά ήταν ακατανόητα, γιατί η ζωή μετριόταν αλλιώς: η αδερφή να παντρευτεί, τα παιδιά να έχουν ψωμί και παπούτσια, η μάνα το γιο της, η γυναίκα τον άντρα της...
 
 
Το καθεστώς έχει αλλάξει ριζικά. Πρώτα πρώτα, σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Κάθε βράδυ, εκείνο το «γεια σας, αδέρφια» σου 'σφιγγε την καρδιά στη μέγγενη, και το πρωί στη θέση του συντρόφου σου έβλεπες ένα μπογαλάκι ρούχα. Τόσο έρημα, τόσο μόνα... 
 
Δεν υπάρχει πιο πικρή, πιο αδυσώπητη μοναξιά απ' αυτόν το μικρό σωρό ρούχων και αντικειμένων του εκτελεσμένου μπροστά στην πόρτα της φυλακής. Αφού τώρα, μετά από τόσα χρόνια, όταν η καινούρια δικτατορία με ξανάστειλε με πειθαρχική μεταγωγή στις φυλακές της Κέρκυρας, ένιωσα πάλι ατόφιο εκείνο το ίδιο συναίσθημα της αμετάκλητης απώλειας και της μοναξιάς. 
 
Έφτασα βράδυ, η φυλακή ήταν κλειστή. Αφού πέρασα τα σχετικά, πολύ ευγενικοί και προσεχτικοί με πάνε στο κελί. Τώρα, οι φυλακές της Κέρκυρας ήταν φυλακές τοξικομανών, αλλά κρατούσαν μια αχτίνα για πολιτικούς που, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, έπρεπε να είναι απομονωμένοι. 
 
Είμαστε δέκαπέντε όλοι κι όλοι: στρατηγοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου κλπ. Ναι, τώρα δεν ήμασταν μόνοι μας, ήταν πολύς κόσμος. Τέλος, με κλείνουν στο κελί, έστρωσα, ξάπλωσα. Μόλις άρχισε να με παίρνει ο ύπνος, τινάχτηκα απάνω. Άκουγα τις φωνές των μελλοθάνατων συντρόφων μου, «γεια σας, αδέρφια, πεθαίνουμε για έναν κόσμο καλύτερο, ζήτω το κόμμα μας...» 
 
Λες κι οι φωνές είχανε μείνει τόσα χρόνια κλεισμένες μέσα στο κελί, και με περίμεναν για να με ξαναχαιρετήσουν. Έμεινα άγρυπνος, καπνίζοντας το 'να τσιγάρο πάνω στ' άλλο, ώσπου μου σώθηκαν. Κατά τις τέσσερις το πρωί άλλαξε ο σκοπός, ήρθε ο νέος να κάνει έλεγχο. Άκουσα τις σιδεριές της εξώπορτας και βγήκα στο φινιστρίνι. Αυτό είναι περίπου είκοσι πέντε επί είκοσι πέντε εκατοστά, και χωρίζεται με χοντρά κάγκελα οριζόντια και κάθετα, έτσι που αφήνουν μικρά τετράγωνα ανοίγματα πέντε επί πέντε εκατοστά το καθένα περίπου. 
 
Ε, φτάνει ο φύλακας, του κάνω ψιτ ψιτ, έρχεται στο κελί μου. Ήμουνα στο τελευταίο. Του λέω, μου σώθηκαν τα τσιγάρα, μήπως έχεις κάνα δυο να μου δανείσεις, θα σ' τα δώσω αύριο. 
Απόψε σε φέρανε; γιατί δεν κοιμάσαι; 
Δεν μπορώ, θυμήθηκα τα παλιά... 
Ήσουνα και παλιά εδώ; 
Ναι. Πώς σε λένε; 
Σαλονικιό. 
Σαλονικιό; 
Για να σε ιδώ καλά, βρε, για να σε ιδώ καλά... 
Ήταν ο Θωμάς, ένας πολύ καλός άνθρωπος, μόνιμος φύλακας των μαγειρείων. Πήγε, πήρε το κλειδί, άνοιξε το κελί και το στρώσαμε στην κουβέντα. Είπαμε για τα παλιά, είπαμε για τα τωρινά. 
Πάλι μέσα, βρε Σαλονικιέ... 
Τι να γίνει, Θωμά. 
Καλά κάνετε, δεν τρώγονται αυτοί οι ρουφιάνοι. 
Ευτυχώς που είστε και σεις, και μένα με τραβήξανε στην ασφάλεια. 
Έχω μια κόρη που σπουδάζει στην Ιταλία και είναι στην αντίσταση. 
Λίγο πριν το ξημέρωμα, σηκώθηκε ο Θωμάς, έκλεισε, έφυγε. 
 
Οι μνήμες πικρές μού σφίγγουν την καρδιά στη μέγγενη. Τόσοι νεκροί, τόσος αγώνας, τόσα βάσανα, και πάλι από την αρχή... 
 
Είμαι γεμάτος κοκκινόχωμα. Τα μάτια μου, τ' αυτιά μου, το στόμα μου. Αυτά τα τρομερά μελτέμια του Μακρονησιού σε χτίζουν κανονικά με κοκκινόχωμα. 
 
Τέλος, τρώω, με ξανακλείνουν στο κελί μου, ξαπλώνω στο στρώμα μου και σκέφτομαι. Ως συνήθως, ταξιδεύω στο μαχαλά μας, στα στενά, οικεία καλντερίμια, στις τρυφερές ανηφοριές τους. Και τ' απόβραδα του καλοκαιριού, όταν σκολάγαν τα καπνομάγαζα, άναβαν οι φουφούδες και γέμιζε η πλάση από την ευωδιά της τηγανισμένης σαρδέλας και της παλαμίδας. 
Σ' αυτό το μαχαλά ποτέ δεν ένιωθες ξένος. Όταν το βράδυ στους δρόμους άναβε το ηλεχτρικό και στα σπίτια οι γκαζόλαμπες, πίσω από τα παράθυρα, τα χωρίς παντζούρια, μ' ένα κουρτινάκι μόνο, που ο ρόλος του ήταν περισσότερο να στολίσει παρά να κρύψει τη ζωή του σπιτιού, έβλεπες τους ανθρώπους γύρω στο τραπέζι να τρώνε. 
Τα σπίτια και τα παράθυρά τους ήταν πάντα στο μπόι του ανθρώπου, ο διαβάτης, με ό,τι καιρό κι αν έκανε, ποτέ δεν ένιωθε μόνος στο δρόμο.

« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια