Προσφατα
.

30.9.20

Παρακολουθούσα στην άκρη της αρβύλας μου μια χαριτωμένη ανεμώνα

Το Νοέμβριο του 1954 τελείωσα κανονικά τις φοιτητικές μου σπουδές στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρα το πτυχίο μου με λίαν καλώς. Μου έμεναν ακόμα σαράντα πέντε μέρες μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, που θα παρουσιαζόμουν στο ΚΕΝ Κορίνθου για να καταταχτώ ως νεοσύλλεκτος. 
 
Η προσμονή της επικείμενης στράτευσής μου είχε αρχίσει να μου δημιουργεί ένα αίσθημα αυξανόμενης αναστάτωσης και υποδόριας μελαγχολίας. Δεν είχα φύγει ποτέ άλλοτε από το σπίτι μου και μου κακοφαίνονταν που θα το έχανα για να ζήσω μια ζωή ολότελα άγνωστη. 
 
Ήμουν ήσυχος, βέβαια, που είχα προλάβει να πάρω το πτυχίο μου, αλλά με στεναχωρούσε το γεγονός ότι, ενώ οι συμφοιτήτριές μου θα είχαν αρχίσει να διορίζονται, εγώ θα σπαταλούσα σχεδόν δύο χρόνια στο στρατό. 
 
Ο πατέρας μου τον πιο πολύ καιρό δε δούλευε, η μητέρα μου πότε πότε ξενοδούλευε, κάποιος θείος μου είχε αναλάβει τις σπουδές μου αλλά και μ' αυτόν δεν τα πήγαινα καλά, επιπλέον τα λίγα λεφτά που έπαιρνα από μια επιστημονική εργασία που μου είχε αναθέσει ο καθηγητής μου Λίνος Πολίτης κόντευαν να τελειώσουν, ενώ είχα σταματήσει και το μάθημα που έκανα σε ένα παιδάκι του δημοτικού και που μου απέφερε ψίχουλα. 
 
Όσο για τα λογοτεχνικά μου διαβάσματα και γραψίματα — είχα τυπώσει ήδη τρία ποιητικά βιβλία — δε μπορούσαν να με παρηγορήσουν ενώ η καρδιά μου είχε αρχίσει να μαυρίζει. Παρ' όλα αυτά θυμήθηκα να αφήσω λίγα λεφτά στη μητέρα μου για να μου αγοράζει τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη, που τότε είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν σε φυλλάδια με την επιμέλεια του Γ. Βαλέτα. 
Τίποτε απ' όλα αυτά που σας είπα δεν ήταν ευχάριστο. Κι όμως έκανα κουράγιο. Κι έτσι στις 13 Ιανουαρίου του 1955 αποχαιρέτησα τους γονείς μου — χωρίς να δεχτώ το χαρτζιλίκι που ήθελε να μου δώσει η μάνα μου — και, για να μην έχουμε δάκρυα στο σιδηροδρομικό σταθμό, προτίμησα να με συνοδεύσουν τρεις φίλοι μου (ο Γιάννης Μπαμπατζάνης, ο Θανάσης Χριστιανός και ο Σταύρος Θεοφανίδης) — κι αυτό ήταν όλο. 
(Τα αισθήματα εκείνων των ημερών μού ενέπνευσαν, τρία χρόνια αργότερα, ένα ποίημα που το παραθέτω γιατί, αν και κάπως αδύνατο, με εξέφραζε τότε αρκετά: 
 
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ 
Ξέρω κάτι παιδιά 
που ξεκιναν για το στρατό 
εφοδιασμένοι με συστατικά γράμματα βουλευτών 
δάκρυα πικρά της μαμάς εναγκαλισμοί συγγενών 
 
δώρα λουκούμια λουμινάλ σοκολάτες — 
και χαιρετούν απ' το βαγόνι μελαγχολικά 
με μια κρυφή αναστάτωση μέσα τους 
γεμάτοι αβεβαιότητα για το επερχόμενο κακό, 
ώσπου τα γράμματα να φέρουν αποτέλεσμα 
οι ενέργειες του μπαμπά να τελεσφορήσουν 
και γίνουν αξιωματικοί 
στο ΝΑΤΟ 
 
Μα είναι και κάτι άλλα παιδιά 
απ' τα βουνά της Μακεδονίας απ' τα κατσάβραχα, 
που ξεκινάν μ' ένα ζεμπίλι και το σακάκι στο χέρι 
και κει στο σιδηροδρομικό σταθμό 
δεν έχουν άνθρωπο να τους ξεπροβοδίσει 
μάνα να κλάψει, αδελφή να τους φιλήσει, 
μόν' βρίσκουν κι άλλα παιδιά με ζεμπίλια 
κι ενώνονται σιγά σιγά και γίνονται μια συντροφιά 
και παίρνουν όλοι μαζί ένα τραγούδι 
(λες και ζητούν να ξεγελάσουνε τον εαυτό τους 
πως παν σε πανηγύρι κι όχι στο στρατό...).

Στο τραίνο συνταξίδεψα με δυο συναδέλφους που θα κατατασσόμασταν μαζί. Στην Αθήνα χωρίσαμε προσωρινά• αυτοί θα πήγαιναν σε φιλικά σπίτια, εμένα θα με φιλοξενούσε ο φίλος μου και ποιητής Κάσσανδρος Σιβεριώτης. που είχε πάρει πτυχίο νομικής και ήταν ανθυποπλοίαρχος του βασιλικού ναυτικού. Με χαρά επέμενε να με φιλοξενήσει τα δυο τελευταία βράδια στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Φάληρο. Είπαμε πολλά για τη Θεσσαλονίκη και την ποίηση. 
Όταν θέλησα να φορέσω τις πιτζάμες μου, που τις είχα φέρει μαζί μου, ο φίλος μου μού πρότεινε ξαφνικά να δοκιμάσω τη στολή του, γιατί είχε τη γνώμη πως θα μου πήγαινε. Εγώ βέβαια είχα τον καημό μου για την κατάταξη, αλλά δε μου φάνηκε κι άσχημη η ιδέα. Στο πι και φι ξεντύνομαι και φορώ τη στολή του ανθυποπλοίαρχου. 
Μου ήρθε κουτί ήμουν λιγνός και μου πήγαινε μια χαρά. Εκείνη τη στιγμή ήρθε κι ή ωραία αρραβωνιαστικιά του φίλου μου, με είδε άναυδη και μου είπε: «Ντίνο, τι κούκλος που είσαι, ενώ ο δικός μου άρχισε να παχαίνει και με απογοητεύει». 
 
[....] Την άλλη μέρα το πρωί συναντήθηκα με τους δυο συμφοιτητές μου και ταξιδέψαμε μαζί για την Κόρινθο. Και οι τρεις, κατηφείς. Πώς ταξιδέψαμε; Δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι ούτε τον ισθμό ούτε την Κόρινθο. Ένα νέφος στην καρδιά μου τα σκέπαζε όλα. 
 
Όταν φτάσαμε στην Κόρινθο, είχαμε μαζευτεί πάρα πολλοί υποψήφιοι νεοσύλλεκτοι, ίσως μερικές χιλιάδες. Και φυσικά, όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από όλα τα μέρη. Από Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήμασταν εξ αναβολής λόγω σπουδών από τα άλλα μέρη οι άλλοι έρχονταν να υπηρετήσουν κανονικά. Ανηφορίσαμε ένα λοφάκι, όπου δέσποζε το ΚΕΝ Κορίνθου (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσύλλεκτων). 
Εκεί στην είσοδο μάς υποδέχτηκε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΚΕΝΚ. Διαφορετικά όμως μας τα ΄λεγαν οι αλφαμίτες της πύλης. Με αρκετή κακεντρέχεια μας έλεγαν «μη φοβάστε, ρε, ελάτε μέσα, σας περιμένει ή Καλλιόπη» (Καλλιόπη εννοούσαν την αγγαρεία για την καθαριότητα των αποχωρητηρίων). 
Κάτω από τις ειρωνείες των αλφαμιτών (Άλφα Μι: Αστυνομία Μονάδος) περάσαμε την πύλη κι αρχίσαμε σαν τα πρόβατα να μην ξέρουμε πού να πάμε, τι να κάνουμε, ποιον να ρωτήσουμε. 
Έβλεπα πολλούς που είχαν κιόλας ντυθεί με στρατιωτικά κι άλλους που ήταν ακόμη με πολιτικά. Άλλοι είχαν κουρευτεί ήδη από την Κόρινθο γιατί δεν ήθελαν να τους κουρέψουν μέσα στο στρατόπεδο, κι άλλοι τριγυρνούσαν ακόμη με πολλά μαλλιά και κάποιοι τούς κορόιδευαν, κυρίως τους σγουρομάλληδες, και τους έλεγαν: «Κρατήστε και καμιά μπούκλα για ανάμνηση!» Με δυο λόγια, γινόταν της κακομοίρας (αυτή ήταν η πρώτη έκφραση που έμαθα απ' τη γλώσσα του στρατού). 
 
[....] H φύση της Κορίνθου ήταν απερίγραπτα ωραία και τα ξεμυτίσματα της άνοιξης με ξετρέλαιναν. Εκεί που καθόμασταν λ.χ. πάνω στα χόρτα κι ακούγαμε την πληκτική διδασκαλία που μας έκαναν τα διάφορα δεκανάκια, παρακολουθούσα στην άκρη της αρβύλας μου μια χαριτωμένη ανεμώνα, που την πρόσεχα στις εννιά το πρωί ως μπουμπούκι και στις δέκα είχε ανοίξει εντελώς και μου έδειχνε την ωραία καρδούλα της. 
Άλλο τόσο με συγκινούσαν και τα διάφορα ολοζώντανα και καταπράσινα αγκάθια, κυρίως η αρχαία άκανθα, που τα μεγάλα λογχωτά φύλλα της έμοιαζαν με της αγκινάρας και εξακτινώνονταν με τέλεια συμμετρία και ομορφιά. Αυτή την άκανθα δεν την είχα προσέξει ποτέ άλλοτε και τώρα την κοίταζα εκστατικός (την έβλεπα και καταλάβαινα τι θα πει ρυθμός) ενώ μερικοί με κορόιδευαν που την είχα κάνει ψώνιο με τα αγκάθια. Θυμήθηκα ότι απ' αυτή την άκανθα οι αρχαίοι Κορίνθιοι είχαν εμπνευστεί τον περίφημο κορινθιακό ρυθμό. 
Αυτό τον ρυθμό έπρεπε να βρεθώ στην Κόρινθο για να τον καταλάβω ενώ όταν θαύμαζα τα υπέροχα κορινθιακά κιονόκρανα στους κίονες της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μού έλειπαν οι ανάλογες προϋποθέσεις για να κάνω το συσχετισμό. 
Αυτές οι πορείες στις εξοχές της Κορίνθου μου έδιναν μεγάλη χαρά, γιατί έβλεπα, παρατηρούσα και ζούσα τη φύση από πολύ κοντά. 
Στην αρχή, όταν βγαίναμε απ' το στρατόπεδο, ήμασταν αυστηρά συντεταγμένοι και, καθώς μας άκουγαν από τα τελευταία σπιτάκια της Κορίνθου, τραγουδούσαμε διάφορα πατριωτικά τραγούδια, όπως το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», ή «Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα, της άνοιξης καμάρι» και δυο τρία άλλα. Μετά, όταν βγαίναμε εντελώς απ' την πόλη, χαλαρώναμε λίγο και τότε τραγουδούσαμε διάφορα φανταρίστικα τραγούδια, που ήταν σόκιν και πονηρά και ίσως να σώζονταν απ' την εποχή των βαλκανικών πολέμων. 
Αυτά τα τραγουδούσαμε με πολλή όρεξη γιατί νιώθαμε την ανάγκη να ξεσπάσουμε κάπως σεξουαλικά. Θυμάμαι μερικά στιχάκια: 
 
Πίσ' απ' την παλιά στρατώνα 
(τ' άκούς, κουμπάρα μ', τ' ακούς;) 
αγαπώ μια κοπελιά 
(κουμπαρούλα μου γλυκιά). 
 
Όλοι μού λεν για να την πάρω 
(τ' ακούς, κουμπάρα μ', τ' ακούς;) 
μα είν' τα έξοδα βαριά 
(κουμπαρούλα μου γλυκιά). 
 
Το τραγούδι συνέχιζε με τα γούστα της κοπελιάς, που δεν ήθελε να παντρευτεί 
στρατιώτη αλλά θέλει 
άντρα λοχαγό — τον κακό της τον καιρό! 
 
Δυστυχώς, τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Κι όταν πια χορταίναμε και τα τραγούδια αυτά, και η πειθαρχία είχε χαλαρώσει εντελώς, το ρίχναμε στις συζητήσεις — όσοι τουλάχιστον ήμασταν διατεθειμένοι να συνεχίσουμε την πορεία (γιατί πολλοί κρύβονταν πίσω από τους θάμνους και, στην επιστροφή, επανέρχονταν στις τάξεις του στρατού!) 
[....] O ανθυπολοχαγός Καραχάλιος, που μόλις είχε βγει από τη σχολή ευελπίδων, είχε αναλάβει την εκπαίδευσή μας στα όπλα. Μας μάθαινε το χειρισμό τους και κάνα­με μαζί του βολές. Εγώ φοβόμουνα τα όπλα και γι' αυτό στην αρχή δεν τα κατάφερνα καλά. Ό Καραχάλιος, είτε επειδή δε χώνευε τους πτυχιούχους είτε επειδή εγώ ήμουν αρκετά αδέξιος, με είχε πάρει με κακό μάτι και μπροστά σ' όλους με πρόσβελνε και μου κακομιλούσε. 
Δεν ξέρω όμως πώς έγινε και σιγά σιγά άρχισα να βελτιώνομαι από μό­νος μου. Ούτε ο ώμος μου τραντάζονταν πια, ούτε το όπλο μου αστοχούσε. Προσπαθώντας να γίνομαι όλο και πιο προσεχτικός, κατάφερα τελικά να βγω τρίτος από όλο το λόχο. Η χαρά μου δεν περιγράφονταν, και μάλιστα ο Καραχάλιος ήρθε και μου ζήτησε συγνώμη. 
 
Και τώρα θα σας πω την ιστορία με τον υπολοχαγό. Ο Μπίλιας ήταν πάρα πολύ ωραίος, πολύ αρρενωπός και πολύ κομψός. Όλοι ήταν μαζί του γοητευμένοι, το ίδιο κι εγώ. Φαίνεται όμως ότι εμένα με υποψιάζονταν για τοιούτον. Δε μου έλεγε τίποτε αλλά με κοιτούσε αι­νιγματικά. Μια μέρα μ' έβαλε θαλαμοφύλακα μαζί με κάποιον Πειραιώτη μάγκα. 
Όταν έφυγε ο λόχος και μείναμε μόνοι, ο Πειραιώτης με πλησίασε και μου ρί­χτηκε κάνοντας διάφορες χειρονομίες. Εγώ αντέδρασα αμέσως και τον απείλησα ότι την άλλη μέρα θα τον έβγαζα στην αναφορά. 
Ήμουν τόσο κατηγορηματικός που ο μάγκας μαράθηκε. Αμέσως του πέρασε ο τσα­μπουκάς και τότε ξαφνικά τον ακούω να μου λέει ότι ο ίδιος δεν τα γουστάριζε αυτά αλλά τον είχε βάλει ο υπολοχαγός να μου ριχτεί για να διαπιστώσει, λέει, αν ήμουν γυναίκα! 
Έμεινα εμβρόντητος, δεν περίμενα να ακούσω τέτοια πράγματα. Τον συγχώρησα και αναγκάστηκα να μην τον βγάλω στην αναφορά γιατί αναφορά έπαιρνε ο ίδιος ο υπολοχαγός. Δεν ξέρω τι του είπε ο Πειραιώτης του Μπίλια αλλά από την άλλη μέρα ο υπολοχαγός έπαψε πια να με κοιτάζει. Τέτοια και χειρότερα φαίνεται πως γίνονταν πολλά. 
 
[....] Η καθημερινή ζωή στο ΚΕΝΚ δεν ήταν για μένα και τόσο ρουτινιάρικη ή απελπιστική όσο ήταν για πολλούς άλλους. Άλλοι έκλαιγαν για τα χάλια τους και νοσταλγούσαν τον «πολιτικό τους βίο» (τι έκφραση!), άλλοι μούγκριζαν ή στέναζαν απ' τον καημό τους γιατί τους έλειπε η γυναίκα. 
Εγώ, χωρίς να ισχυρίζομαι πως καλοπερνούσα, όμως έκαμα ό,τι μπορούσα για να γεμίζω με χίλιους τρόπους τη ζωή μου. Είχα βρει αρκετούς συναδέλφους, με τους οποίους μπορούσα να κουβεντιάζω για λογοτεχνία. 
Παράλληλα αλληλογραφούσα με πολλούς και αξιόλογους λογοτέχνες στη Θεσσαλονίκη (κυρίως τον Τριαντάφυλλο Πίττα και τον Γιάννη Μπαμπατζάνη) και προπάντων στην Αθήνα (τον Κώστα Ταχτσή, την Ελένη Βακαλό, τον Δημήτρη Παπαδίτσα, τον Σταύρο Βαβούρη) και σε άλλα μέρη (τον Γιάννη Δάλλα). 
Επίσης κρατούσα κάθε μέρα ημερολόγιο, που το είχα αρχίσει το 1945 και το συνεχίζω μέχρι σήμερα. 
 
Ντίνος Χριστιανόπουλος
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια