Προσφατα
.

17.1.18

Περί ηρώων και τάφων

«Υ­πήρ­χε ο τολ­στο­ϊ­κός, που αρ­νιό­ταν να φά­ει κρέ­ας ε­πει­δή ή­ταν ε­χθρός κά­θε μορ­φής βί­αιου θα­νά­του και που πο­λύ συ­χνά ή­ταν θε­ό­σο­φος και άν­θρω­πος της ελ­πί­δας· αλ­λά και ο ο­πα­δός της βί­ας σ’ ό­λες της τις μορ­φές, μέ­χρι και τις πιο α­δια­νό­η­τες, εί­τε ε­πει­δή υ­πο­στή­ρι­ζε ό­τι το Κρά­τος μπο­ρεί να κα­τα­πο­λε­μη­θεί μο­νά­χα με τη βί­α εί­τε, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση του Πο­δε­στά, ε­πει­δή έ­δι­νε έ­τσι διέ­ξο­δο στα σα­δι­στι­κά του έν­στι­κτα. 

»Υ­πήρ­χαν οι δια­νο­ού­με­νοι ή οι σπου­δα­στές, που έ­φτα­ναν στο κί­νη­μα μέ­σω του Στίρ­νερ ή του Νί­τσε, ό­πως ο Φερ­νά­ντο, γε­νι­κά υ­περ­βο­λι­κά ε­γω­κε­ντρι­κοί και α­ντι­κοι­νω­νι­κοί και που συ­χνά κα­τέ­λη­γαν να υ­πο­στη­ρί­ζουν τον φα­σι­σμό· και σχε­δόν α­ναλ­φά­βη­τοι ερ­γά­τες, που προ­σχω­ρού­σαν στον α­ναρ­χι­σμό α­να­ζη­τώ­ντας εν­στι­κτω­δώς κά­ποια ελ­πί­δα. 

 »Υ­πήρ­χαν δυ­σα­ρε­στη­μέ­νοι, που διο­χέ­τευαν μ’ αυ­τόν τον τρό­πο το μί­σος τους για την κοι­νω­νί­α και τα α­φε­ντι­κά και που συ­χνά γί­νο­νταν οι ί­διοι α­δυ­σώ­πη­τα α­φε­ντι­κά ό­ταν α­πο­κτού­σαν κά­ποια πε­ριου­σί­α ή που γί­νο­νταν πρά­κτο­ρες της α­στυ­νο­μί­ας· και πο­λύ α­γνοί άν­θρω­ποι γε­μά­τοι κα­λο­σύ­νη και με­γα­λο­ψυ­χί­α που, αν και ή­ταν κα­λο­συ­νά­τοι και α­γνοί, ή­ταν ταυ­τό­χρο­να ι­κα­νοί να φτά­σουν μέ­χρι τις δο­λο­φο­νι­κές α­πό­πει­ρες και το θά­να­το, ό­πως ή­ταν η πε­ρί­πτω­ση του Σι­μόν Ρα­ντο­βί­τσκι που, πα­ρα­κι­νη­μέ­νος α­πό κά­ποια μορ­φή α­πό­δο­σης δι­καιο­σύ­νης, σκό­τω­σε τον άν­θρω­πο που θε­ω­ρού­σε υ­πεύ­θυ­νο για το θά­να­το α­θώ­ων γυ­ναι­κών και παι­διών. 

»Υ­πήρ­χε και ο κα­λο­πε­ρα­σά­κιας, που με το πα­ρα­μύ­θι του α­ναρ­χι­σμού την έ­βγα­ζε ζω­ή και κό­τα, τρώ­γο­ντας και μέ­νο­ντας με το α­ζη­μί­ω­το σε σπί­τια συ­ντρό­φων, τους ο­ποίους σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις λή­στευε ή τους έ­τρω­γε την γυ­ναί­κα και που ό­ταν δε­χό­ταν την πα­ρα­τή­ρη­ση του κυ­ρί­ου του σπι­τιού, α­πα­ντού­σε υ­πο­τι­μη­τι­κά «μα τι σόι α­ναρ­χι­κός εί­σαι, σύ­ντρο­φε»! 

»Υ­πήρ­χε ε­πί­σης και ο στρα­το­κό­πος, που ή­ταν ο­πα­δός της ζω­ής των λεύ­τε­ρων που­λιών, της ε­πα­φής με τον ή­λιο και τα χω­ρά­φια, που έ­φευ­γε με το δι­σά­κι του στον ώ­μο για να τρι­γυ­ρί­σει τό­πους και τό­πους και να δια­δώ­σει τα κα­λά μα­ντά­τα, δου­λεύ­ο­ντας ε­δώ κι ε­κεί, σε κά­ποια σο­δειά, ε­πι­διορ­θώ­νο­ντας κά­ποιο μύ­λο ή κά­ποιο α­λέ­τρι και τη νύ­χτα στο για­τά­κι της α­γρό­τισ­σας, μα­θαί­νο­ντας γρα­φή και α­νά­γνω­ση στους α­ναλ­φά­βη­τους, ή ε­ξη­γώ­ντας τους με α­πλά αλ­λά φλο­γε­ρά λό­για τον ερ­χο­μό της νέ­ας κοι­νω­νί­ας, ό­που δεν θα υ­πάρ­χει ού­τε τα­πεί­νω­ση ού­τε πό­νος ού­τε α­θλιό­τη­τα για τους φτω­χούς ή δια­βά­ζο­ντας τους σε­λί­δες α­πό κά­ποιο βι­βλί­ο που κου­βα­λού­σε στο δι­σά­κι του: σε­λί­δες του Μα­λα­τέ­στα προς τους ι­τα­λούς χω­ρι­κούς ή του Μπα­κού­νιν, ε­νώ οι α­κρο­α­τές του, σιω­πη­λοί, πί­νο­ντας μάτε σε μι­κρές κού­πες, κα­θι­σμέ­νοι σε γκα­ζο­τε­νε­κέ­δες, κα­τά­κο­ποι α­πό το μό­χθο της η­μέ­ρας κά­τω α­πό τον ή­λιο, α­να­θυ­μού­με­νοι ί­σως το μα­κρι­νό χω­ριό τους στην Ι­τα­λί­α ή την Πο­λω­νί­α, πα­ρα­δί­δο­νταν σ’ ε­κεί­νο το θαυ­μα­στό ό­νει­ρο, θέ­λο­ντας να το πι­στέ­ψουν, αλ­λά που έ­χο­ντας την πεί­ρα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, φα­ντά­ζο­νταν πό­σο δύ­σκο­λη, αν ό­χι α­δύ­να­τη, εί­ναι η πραγ­μα­το­ποί­η­σή του με τον ί­διο τρό­πο που ο­νει­ρεύ­ο­νται συ­χνά τον πα­ρά­δει­σο στην άλ­λη ζω­ή ο­ρι­σμέ­νοι, πα­ρ’ ό­λο που η ζω­ή τους εί­ναι γε­μά­τη βά­σα­να. 
Κι α­νά­με­σα σ’ ε­κεί­νους τους κο­λί­γους, ί­σως κά­ποιος που πί­στευε πως ο Θε­ός εί­χε δη­μιουρ­γή­σει τη γη και τον ου­ρα­νό με τα ά­στρα του για ό­λους, κά­ποιος απ’ αυ­τή την τά­ξη του α­γρό­τη που ο­νει­ρεύ­ε­ται την πα­λιά και πε­ρή­φα­νη λεύ­τε­ρη ζω­ή της πά­μπας χω­ρίς συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα στα τσι­φλί­κια, αυ­τό το εί­δος του α­το­μι­στή και στω­ι­κού χω­ρι­κού, που υ­ιο­θε­τού­σε τε­λι­κά το κή­ρυγ­μα ε­κεί­νων των μα­κρι­νών α­πο­στό­λων με τα πα­ρά­ξε­να ο­νό­μα­τα και που α­γκά­λια­ζε για πά­ντα με ζέ­ση το δόγ­μα της ελ­πί­δας». 

Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, 1968
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια