Προσφατα
.

9.6.17

Η εξέγερση της αξιοπρέπειας

Η ταινία «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ» («I, Daniel Blake», 2016, UK) σε σκηνοθεσία Ken Loach και σενάριο του Paul Laverty αποτελεί ένα κοινωνικό σχόλιο πάνω στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων της Αγγλίας και κατ’ επέκταση όλου του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Χρησιμοποιώντας ένα μείγμα από χιούμορ, απελπισία, δράμα και στοιχεία νεορεαλισμού η ταινία αποτελεί ένα καθρέφτη της πραγματικά αηδιαστικής κοινωνίας μας, την οποία και χλευάζει με «δηλητηριώδη» σχόλια. Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία βασισμένη, όπως μας έχει συνηθίσει το δίδυμο Loach – Laverty, σε πραγματικές έρευνες και συζητήσεις με ανθρώπους που είχαν τις παρόμοιες εμπειρίες, που την κάνουν αληθινή. Πραγματικά αληθινή.
Ο Ντάνιελ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός που μπλέκεται μέσα στα δίχτυα μιας απίστευτα καφκικής γραφειοκρατίας όταν, μετά από μια καρδιακή προσβολή, θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει το επίδομα ανεργίας. Στην πορεία θα γνωρίσει και θα γίνει φίλος με μια νεαρή μητέρα που διεκδικεί επίδομα φτώχειας και που αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με το σύστημα και τους υπαλλήλους του. Στο ρόλο του Ντάνιελ ο Dave Johns, ένας κωμικός σκηνής χωρίς πείρα ηθοποιού που όμως πιθανόν να συνέβαλλε στα χιουμοριστικά και πικρά σχόλια που διανθίζουν το σενάριο.
Η ταινία ξεκινά με την εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς από μια «Ειδικό στη Φροντίδα Υγείας», από ιδιωτική εταιρία στην υπηρεσία του κράτους, χωρίς γνώσεις ιατρικής ή νοσοκομειακής περίθαλψης. Ο εφιάλτης ξεκινά απότομα, ήδη στην πρώτη συνάντηση με το σύστημα. Μαθαίνουμε επίσης ότι για να φτάσει σε αυτή τη συνάντηση ο ασθενής έπρεπε να συμπληρώσει μια αίτηση 52 σελίδων. Όπως θα περιμέναμε η εκτίμηση του «Ειδικού» είναι αρνητική παρά τη διάγνωση του γιατρού, τη βεβαίωση του χειρούργου και την εκτίμηση του φυσιοθεραπευτή και πλέον ο ασθενής θα πρέπει να διεκδικήσει επίδομα ανεργίας. Έτσι αρχίζει ο Γολγοθάς της ανάβασης στο πύργο του Κάφκα όπου ο ασθενής θα πρέπει να μάθει στα 59 του χρόνια και μετά από μια πετυχημένη καριέρα γεμάτη εμπειρίες και γνώση να γράφει βιογραφικά, να χρησιμοποιεί υπολογιστή, να ψάχνει για δουλειά την οποία όμως αν τυχόν βρει θα πρέπει να αρνηθεί, να περιμένει με τις ώρες σε κλήσεις αναμονής που κοστίζουν χρήματα και που σε παραπέμπουν σε άλλα τηλέφωνα, να μαζεύει «πόντους» που θα του εγγυηθούν το βοήθημα και να εξευτελίζεται μπροστά στον κάθε υπάλληλο – μικρό χίτλερ.
Όμως ο Ντάνιελ έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: διαθέτει αξιοπρέπεια και αυτό είναι ασυγχώρητο λάθος σε ένα σύστημα που βασίζεται στη συγκατάθεση με το ψέμα. Να κάνεις ότι δήθεν ψάχνεις για δουλειά, να είσαι άρρωστος αλλά κατάλληλος για δουλειά, να δέχεσαι ότι όλες οι αποφάσεις έρχονται από «πάνω», ότι υπάρχουν «κανόνες» λειτουργίας οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ειδική περίπτωση, ότι δεν πρέπει να σε αφορά ότι έχει να κάνει με άλλους ακόμα και αν βλέπεις την αδικία, να δέχεσαι τον εξευτελισμό του κάθε υπαλλήλου, να πρέπει να υποκριθείς για να μπορέσεις να ελιχθείς μέσα στη γραφειοκρατία. Με λίγα λόγια να δώσεις την συγκατάθεσή σου σε ένα παράλογο και μη λειτουργικό σύστημα. Είναι κάτι που τον φοβίζει γιατί είναι τρομακτικό και αυτό είναι το πρώτο βήμα της προσωπικής του εξέγερσης, εξάλλου η εξέγερση είναι το άλλο άκρο της συγκατάθεσης.
Το δεύτερο βήμα είναι το αίσθημα δικαιοσύνης που έχει. Η δικαιοσύνη προϋποθέτει δικαιώματα και αυτά με τη σειρά τους την ελευθερία έκφρασης: έτσι δεν μπορεί να σιωπήσει όταν βλέπει γύρω του την αδικία και την ταπείνωση των ανθρώπων που συντελείται. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ορισμός της ατομικής εξέγερσης: η υπεράσπιση μιας αξιοπρέπειας κοινής για όλους τους ανθρώπους. Έτσι φτάνουμε στην μοναδική δυνατότητα που έχει το άτομο για να εμποδίσει την σύνθλιψη των αδύναμων από την «ηθική των τυπικών αρχών» της κοινωνίας: την αλληλεγγύη. Ο αδύναμος, άρρωστος, φτωχός, άνεργος ξυλουργός βοηθά την φτωχή μητέρα.
Ο Ken Loach είναι γνωστός για την απλότητα που χαρακτηρίζει το κινηματογραφικό του στυλ αλλά και τους διαλόγους του. Δεν είναι μινιμαλισμός αλλά μια διαφορετικού είδους απλότητα: κοιτά τα θέματα που επιλέγει (πάντα κοινωνικά) με την απλότητα της καρδιάς. Γνωρίζει πολύ καλά το παράδοξο που είναι η αιτία όλων αυτών των κακών: είναι η λογική που οδήγησε σε αυτά τα καθημερινά εγκλήματα. Αυτή η «ματιά της καρδιάς» είναι που δίνει στις ταινίες του μια τόσο φυσική εξέλιξη στους διαλόγους και στους χαρακτήρες του καθώς την ηθική τους αύρα. Ταυτόχρονα οι έρευνες και οι συνεντεύξεις με ανθρώπους που έχουν αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα είναι αυτό που κάνει τις ταινίες του τόσο αυθεντικές. Πολλοί από αυτούς φεύγανε αηδιασμένοι από τα γραφεία ευρέσεως εργασίας και από τα κοινωνικά «βοηθήματα». Άλλη μια οργουελιανή λέξη του συστήματος: δεν είναι ούτε βοήθημα, ούτε επίδομα που δίνει την εντύπωση ότι το κράτος φροντίζει για τους αδύναμους˙ είναι κοινωνική ασφάλιση την οποία κάποιοι πληρώσανε μια ζωή και άλλοι πληρώνουν ακόμα. Εξάλλου ένα τέτοιο παράλογο σύστημα όχι μόνο δεν βοηθάει τους αδύναμους αλλά στην ουσία τους αποβάλλει: άρρωστοι, γέροι, αμόρφωτοι δεν έχουν καμιά ελπίδα. Στην ουσία δημιουργείται ένα κλίμα φόβου το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί ασφάλεια και σιγουριά αλλά είναι απαράδεκτο.
Αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «συναντήσαμε τόσο πολλούς ανθρώπους που είχαν ταπεινωθεί και εξευτελιστεί και που είχαν χάσει κάθε ικμάδα δύναμης να μπορούν να σταθούν μόνοι τους στον κόσμο. Νεαρούς που δεν είχαν τίποτα στο ψυγείο τους να φάνε και δεν είχαν φάει για τρεις μέρες˙ γυναίκες που ντρεπόντουσαν να πάνε σε τράπεζες τροφίμων˙ εργάτες που τους φώναζαν για δουλειά μια μέρα πριν μέσα στα άγρια χαράματα και μετά μία ώρα τους έστελναν σπίτια τους γιατί δεν τους χρειάζονταν άλλο, ανθρώπους που ενώ ήταν σοβαρά τραυματισμένοι αρνούνταν να πάνε με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο γιατί υπήρχε η περίπτωση να τους κρατήσουν και έτσι θα έχαναν το ραντεβού τους με το γραφείο κοινωνικής ασφάλισης ή ευρέσεως εργασίας». Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι παίζουν και σε διάφορες σκηνές της ταινίας και όλα αυτά αποτελούν κομμάτια της ιστορίας που τοποθετεί αριστοτεχνικά μέσα στην ταινία του. Ειδικά η σκηνή με την τράπεζα τροφίμων είναι τόσο ρεαλιστική που αποτελεί γροθιά στο στομάχι. Τα αισθήματα που σου προκαλεί είναι σταδιακά ο τρόμος, η ντροπή και ο θυμός.
Λέει και πάλι ο ίδιος: «Μας λέγανε από παλιά ότι κάθε κρίση απαιτεί περισσότερα από την εργατική τάξη, περισσότερη εκμετάλλευση. Οι άνθρωποι παλαιότερα όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν συμβόλαια εργασίας με μηδέν ώρες, γραφεία ευρέσεως εργασίας, τράπεζες τροφίμων. Ποιος θα σκεφτόταν τη δεκαετία του ’60 ότι θα ήταν αποδεκτό και φυσικό το να πεθάνεις της πείνας εκτός αν πάρεις φαγητό φιλανθρωπίας; Είναι εξωφρενικό και τερατώδες το γεγονός ότι τώρα το αποδεχόμαστε.»
Αξίζει εδώ να παραθέσουμε το λόγο που ο Ντάνιελ ήθελε να βγάλει στην επιτροπή εκδίκασης της υπόθεσής του. Ένα λόγο που μόνο ένας ελεύθερος, αξιοπρεπής και εξεγερμένος άνθρωπος μπορεί να αρθρώσει: «Δεν είμαι πελάτης, καταναλωτής ή χρήστης υπηρεσιών. Δεν είμαι φυγόπονος, εκμεταλλευτής, ζητιάνος, ούτε και κλέφτης. Δεν είμαι ένας Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης ή ένα κουμπάκι που αναβοσβήνει σε μια οθόνη. Πλήρωσα τις οφειλές μου ως την τελευταία δεκάρα και είμαι περήφανος που το έκανα. Δεν αποδίδω χαιρετισμούς σε ανώτερους, αλλά κοιτάω πάντα το γείτονα στα μάτια και τον βοηθώ όταν μπορώ. Δεν ψάχνω ούτε αποδέχομαι φιλανθρωπίες. Το όνομά μου είναι Ντάνιελ Μπλέηκ. Είμαι άνθρωπος και όχι σκύλος και σαν τέτοιος απαιτώ τα δικαιώματά μου. Απαιτώ να μου συμπεριφέρεστε με σεβασμό. Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ, είμαι πολίτης, τίποτα περισσότερο, τίποτε λιγότερο».
Όταν τελείωσε η ταινία ήμουν τόσο αναστατωμένος και θυμωμένος που έτρεμα από τα νεύρα μου. Ένιωσα σαν εκείνους τους χωρικούς που έβλεπαν θέατρο για πρώτη φορά και με το τέλος της παράστασης κυνηγούσαν τους ηθοποιούς που είχαν το ρόλο του «κακού» για να τους δείρουν. Αλάνθαστο σημάδι ότι η παράσταση ήταν ρεαλιστική. Κατάλαβα όμως ότι αυτός ήταν και ο σκοπός του σκηνοθέτη: να μας κάνει να θυμώσουμε. Γράφοντας αυτό το άρθρο το εξακρίβωσα μέσα από μια συνέντευξή του: «…Αυτή η συνεχής ταπείνωση για να επιβιώσεις. Αν δε θυμώσεις με αυτό, τότε τι είδους άνθρωπος είσαι;»
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια